μαχητής: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=maxhth/s | |Beta Code=maxhth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, Aeol. μαχαίτας <span class="bibl">Alc.33</span>; Dor. μαχᾱτάς <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>2.13</span>, etc.; Lacon. μαχᾱτάρ ( μᾰχ-άταρ cod.) Hsch.: (μάχη):—[[fighter]], [[warrior]], μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μ. <span class="bibl">Il.5.801</span>; θείειν ταχὺς ἠδὲ μ. <span class="bibl">Od.3.112</span>; Τρῶάς φασι μ. ἔμμεναι ἄνδρας <span class="bibl">18.261</span>; φὼς μ. Pi.<span class="title">N.</span> l. c.: as adjective, <b class="b3">μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν</b> his [[warrior]] heart, ib.<span class="bibl">9.26</span>: in later Prose, <span class="bibl">LXX <span class="title">Jo.</span>6.3</span>,al. | |Definition=οῦ, ὁ, Aeol. μαχαίτας <span class="bibl">Alc.33</span>; Dor. μαχᾱτάς <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>2.13</span>, etc.; Lacon. μαχᾱτάρ ( μᾰχ-άταρ cod.) Hsch.: (μάχη):—[[fighter]], [[warrior]], μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μ. <span class="bibl">Il.5.801</span>; θείειν ταχὺς ἠδὲ μ. <span class="bibl">Od.3.112</span>; Τρῶάς φασι μ. ἔμμεναι ἄνδρας <span class="bibl">18.261</span>; φὼς μ. Pi.<span class="title">N.</span> l. c.: as adjective, <b class="b3">μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν</b> his [[warrior]] heart, ib.<span class="bibl">9.26</span>: in later Prose, <span class="bibl">LXX <span class="title">Jo.</span>6.3</span>,al. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />combattant.<br />'''Étymologie:''' [[μάχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰχητής''': -οῦ, ὁ, Δωρ. μαχᾱτὰς Πίνδ., κτλ.· Λακ. μαχάταρ Ἡσύχ.· ([[μάχη]])· - ὁ ἀνδρείως μαχόμενος [[πολεμιστής]], Ὅμ.· μικρὸς μὲν ἔην [[δέμας]] ἀλλὰ μαχητὴς Ἰλ. Ε. 801· θείειν ταχὺς ἠδὲ μαχητὴς Ὀδ. Γ. 112· Τρῶάς φασι μαχητὰς ἔμμεναι ἄνδρας Σ. 261· φὼς μ. Πινδ. Ν. 2. 20· ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν, τὴν πολεμικὴν [[αὐτοῦ]] καρδίαν, [[αὐτόθι]] 9. 61. | |lstext='''μᾰχητής''': -οῦ, ὁ, Δωρ. μαχᾱτὰς Πίνδ., κτλ.· Λακ. μαχάταρ Ἡσύχ.· ([[μάχη]])· - ὁ ἀνδρείως μαχόμενος [[πολεμιστής]], Ὅμ.· μικρὸς μὲν ἔην [[δέμας]] ἀλλὰ μαχητὴς Ἰλ. Ε. 801· θείειν ταχὺς ἠδὲ μαχητὴς Ὀδ. Γ. 112· Τρῶάς φασι μαχητὰς ἔμμεναι ἄνδρας Σ. 261· φὼς μ. Πινδ. Ν. 2. 20· ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν, τὴν πολεμικὴν [[αὐτοῦ]] καρδίαν, [[αὐτόθι]] 9. 61. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 22:52, 1 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Aeol. μαχαίτας Alc.33; Dor. μαχᾱτάς Pi.N.2.13, etc.; Lacon. μαχᾱτάρ ( μᾰχ-άταρ cod.) Hsch.: (μάχη):—fighter, warrior, μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μ. Il.5.801; θείειν ταχὺς ἠδὲ μ. Od.3.112; Τρῶάς φασι μ. ἔμμεναι ἄνδρας 18.261; φὼς μ. Pi.N. l. c.: as adjective, μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν his warrior heart, ib.9.26: in later Prose, LXX Jo.6.3,al.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
combattant.
Étymologie: μάχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχητής: -οῦ, ὁ, Δωρ. μαχᾱτὰς Πίνδ., κτλ.· Λακ. μαχάταρ Ἡσύχ.· (μάχη)· - ὁ ἀνδρείως μαχόμενος πολεμιστής, Ὅμ.· μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μαχητὴς Ἰλ. Ε. 801· θείειν ταχὺς ἠδὲ μαχητὴς Ὀδ. Γ. 112· Τρῶάς φασι μαχητὰς ἔμμεναι ἄνδρας Σ. 261· φὼς μ. Πινδ. Ν. 2. 20· ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν, τὴν πολεμικὴν αὐτοῦ καρδίαν, αὐτόθι 9. 61.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM μαχητής, Α αιολ.τ. μαχαίτας, δωρ. τ. μαχατάς, λακων. τ. μαχατάρ και, κατά τον Ησύχ., μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, -ίδος ή μαχῆτις -ιδος)
1. αυτός που μάχεται με ανδρεία, ο θαρραλέος ή ορμητικός πολεμιστής («Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν ἔην δέμας, ἀλλὰ μαχητής», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που μετέχει στην πολεμική σύρραξη δύο στρατών, στρατιώτης («εἶχε γὰρ νέους μαχητὰς καὶ διαλεκτὰ φουσάτα», Διηγ. Αχιλλ.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εμμένει στις ιδέες του και τίς υπερασπίζεται με πάθος, αγωνιστής
αρχ.
ως επίθ.
μαχητικός, πολεμικός («μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μάχη- του μέλλ. του μάχομαι μαχήσομαι + κατάλ. -της].
Greek Monotonic
μᾰχητής: -οῦ, ὁ (μάχομαι), μαχητής, πολεμιστής, σε Όμηρ.· Δωρ. επίθ. μαχᾱτάς, πολεμοχαρής, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχητής:
I дор. μᾰχᾱτάς, οῦ adj. m воинственный, боевой (ἄνδρες Hom.; θυμός Pind.).
οῦ ὁ воин, боец Hom.
Middle Liddell
μᾰχητής, οῦ, μάχομαι
a fighter, warrior, Hom.: doric adj., μαχᾱτάς, warlike, Pind.