μισθαποδότης: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, der den schuldigen Lohn Abtragende, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, der den schuldigen Lohn Abtragende, N. T.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui paie un salaire dû, une juste rétribution.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀποδίδωμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθᾰποδότης''': -ου, ὁ, ὁ ἀποδιδοὺς τὸν μισθόν, ὁ ἀνταμείβων, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ΙΑ΄, 6.
|lstext='''μισθᾰποδότης''': -ου, ὁ, ὁ ἀποδιδοὺς τὸν μισθόν, ὁ ἀνταμείβων, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ΙΑ΄, 6.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui paie un salaire dû, une juste rétribution.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀποδίδωμι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 21:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαποδότης Medium diacritics: μισθαποδότης Low diacritics: μισθαποδότης Capitals: ΜΙΣΘΑΠΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: misthapodótēs Transliteration B: misthapodotēs Transliteration C: misthapodotis Beta Code: misqapodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, one who pays wages, rewarder, ib.11.6.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, der den schuldigen Lohn Abtragende, N. T.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui paie un salaire dû, une juste rétribution.
Étymologie: μισθός, ἀποδίδωμι.

Greek (Liddell-Scott)

μισθᾰποδότης: -ου, ὁ, ὁ ἀποδιδοὺς τὸν μισθόν, ὁ ἀνταμείβων, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ΙΑ΄, 6.

English (Strong)

from μισθόω and ἀποδίδωμι; a renumerator: rewarder.

English (Thayer)

μισθαποδοτησου, ὁ (μισθός and ἀποδίδωμι; cf. the μισθοδότης of the Greek writings) (Vulg. remunerator); one who pays wages, a rewarder: Hebrews 11:6. (Several times in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

μισθαποδότης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει
μσν.
(για τον θεό) αυτός που ανταμείβει στη μέλλουσα ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποδότης (< ἀποδίδωμι), πρβλ. προ-αποδότης].

Greek Monotonic

μισθᾰποδότης: -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μισθαποδότης: ου ὁ воздающий (по заслугам) NT.

Middle Liddell

μισθ-ᾰποδότης, ου, ὁ,
one who pays wages, a rewarder, NTest.

Chinese

原文音譯:misqapodÒthj 米士特-阿坡-多帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:雇用-從-給(者)
字義溯源:賞賜者,酬勞者;由(μισθόω)=雇佣)與(ἀποδίδωμι)=贈送)組成;其中 (μισθόω)出自(μισθός)*=工資),而 (ἀποδίδωμι)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成。參讀 (μισθός)同源字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 賞賜者(1) 來11:6