ξυλοφάγος: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] Holz fressend, von Würmern, Strab. 12, 7, 3 u. oft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] Holz fressend, von Würmern, Strab. 12, 7, 3 u. oft. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui mange du bois.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]], [[φαγεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῠλοφάγος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ξύλα, [[εἶδος]] σκώληκος γινόμενος ἐν τοῖς στελέχεσι δένδρων, Στράβ. 570, Ἀντ. Λιβερ. 22. 2) ἐπώνυμον τοῦ Καφηρέως, ὡς καταστρέφοντος πλοῖα, Εὐδοκ. Μ. 321, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. σ. 69, κτλ. | |lstext='''ξῠλοφάγος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ξύλα, [[εἶδος]] σκώληκος γινόμενος ἐν τοῖς στελέχεσι δένδρων, Στράβ. 570, Ἀντ. Λιβερ. 22. 2) ἐπώνυμον τοῦ Καφηρέως, ὡς καταστρέφοντος πλοῖα, Εὐδοκ. Μ. 321, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. σ. 69, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:10, 1 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, eating wood, σκώληξ Str.12.7.3; cj. for ὑλο-in Ant.Lib.22.5.
German (Pape)
[Seite 281] Holz fressend, von Würmern, Strab. 12, 7, 3 u. oft.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange du bois.
Étymologie: ξύλον, φαγεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ξύλα, εἶδος σκώληκος γινόμενος ἐν τοῖς στελέχεσι δένδρων, Στράβ. 570, Ἀντ. Λιβερ. 22. 2) ἐπώνυμον τοῦ Καφηρέως, ὡς καταστρέφοντος πλοῖα, Εὐδοκ. Μ. 321, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. σ. 69, κτλ.
Greek Monolingual
-ο, αρσ. και ξυλοφάος και ξυλόφάς (ΑΜ ξυλοφάγος, -ον)
(για έντομο) αυτός που τρέφεται με ξύλα
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ξυλοφάγος
ζωολ. γένος δίθυρων μαλακίων που ζουν σε βυθισμένα κομμάτια ξύλου και είναι διαδεδομένα σε όλες τις θάλασσες
2. το αρσ. ως ουσ. ο ξυλοφάγος ή ξυλοφάος ή ξυλοφάς
λίμα από χάλυβα, την οποία χρησιμοποιούν οι ξυλουργοί στην κατεργασία και λείανση των ξύλων, αλλ. ράσπα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυλοφάγο
ζωολ. κατηγορία κολεόπτερων εντόμων, τα οποία τρέφονται από ξύλα
μσν.
επίθετο που δινόταν σε μερικά ακρωτήρια, επειδή κοντά σε αυτά συχνά συνέβαιναν ναυάγια («ἧψε φρυκτὸν περὶ τὰ κοῑλα τῆς Εὐβοίας καὶ ὅν ἄν εἴποιμεν Καφηρέα, νῦν δἐ ξυλοφάγον καλούμενον», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φάγος. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xylophaga < ξύλο + -φαγος].
Greek Monotonic
ξῠλοφάγος: [ᾰ],-ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει το ξύλο· λέγεται για τον σκώληκα που αναπτύσσεται στα δέντρα, σε Στράβ.