ξιφήρης: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] ες, mit dem Schwerte versehen, gerüstet; [[λόχος]], Eur. Andr. 1115; in sp. Prosa, Hdn. 7, 5, 10; ἀγωνισταί, Eur. Ion 1258, öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] ες, mit dem Schwerte versehen, gerüstet; [[λόχος]], Eur. Andr. 1115; in sp. Prosa, Hdn. 7, 5, 10; ἀγωνισταί, Eur. Ion 1258, öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />armé d'une épée.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], ἄρω. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξιφήρης''': -ες, ὁ ὡπλισμένος μὲ [[ξίφος]], ἔχων [[ξίφος]] ἐν τῇ χειρί, συχνὸν παρ’ Εὐρ., ὡς ἐν Ὀρ. 1272, 1346. | |lstext='''ξιφήρης''': -ες, ὁ ὡπλισμένος μὲ [[ξίφος]], ἔχων [[ξίφος]] ἐν τῇ χειρί, συχνὸν παρ’ Εὐρ., ὡς ἐν Ὀρ. 1272, 1346. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ες, armed with a sword, sword in hand, E.Or.1272,1346, al.: also in later Prose, Phld.Rh.2.89 S.(dub.), Ap.Ty.Ep.36, Hdn. 7.5.3, Iamb.VP25.113, Malch.p.410 D.
German (Pape)
[Seite 279] ες, mit dem Schwerte versehen, gerüstet; λόχος, Eur. Andr. 1115; in sp. Prosa, Hdn. 7, 5, 10; ἀγωνισταί, Eur. Ion 1258, öfter.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
armé d'une épée.
Étymologie: ξίφος, ἄρω.
Greek (Liddell-Scott)
ξιφήρης: -ες, ὁ ὡπλισμένος μὲ ξίφος, ἔχων ξίφος ἐν τῇ χειρί, συχνὸν παρ’ Εὐρ., ὡς ἐν Ὀρ. 1272, 1346.
Greek Monolingual
-ες (Α ξιφήρης, -ῆρες)
οπλισμένος με ξίφος, αυτός που κρατά ξίφος και είναι έτοιμος για επίθεση
νεοελλ.
αυτός που ξιφουλκεί, που ανασύρει το ξίφος, που ξεσπαθώνει, που τραβά το σπαθί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ήρης (< ἀρα-ρίσκω «συνδέω, εφοδιάζω»), πρβλ. τρι-ήρης, ποδ-ήρης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].
Greek Monotonic
ξῐφήρης: -ες (*ἄρω), αυτός που κρατάει ξίφος στο χέρι του, οπλισμένος με ξίφος, ξιφομάχος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφήρης: вооруженный мечом, с мечом в руке (ἀγωνισταί Eur., Plut.).
Middle Liddell
ξῐφ-ήρης, ες [*ἄρω]
sword in hand, Eur.