ἐνίσχω: Difference between revisions
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0846.png Seite 846]] = [[ἐνέχω]], festhalten; pass., stecken bleiben, τὸ [[πλοῖον]] οὐ δυνατὸν ἔτι προβαίνειν ἀλλ' ἐνίσχεσθαι Her. 4, 43; Sp., z. B. [[πέδιλον]] ἐνισχόμενον προχοῇσιν Ap. Rh. 1, 11; von der Rede, Plut. Cic. 35. Auch Xen. An. 7, 4, 17 hat Krüger ἐνισχομένων τῶν πελτῶν ἐν τοῖς σταυροῖς für ἐνεχομένων geschrieben. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0846.png Seite 846]] = [[ἐνέχω]], festhalten; pass., stecken bleiben, τὸ [[πλοῖον]] οὐ δυνατὸν ἔτι προβαίνειν ἀλλ' ἐνίσχεσθαι Her. 4, 43; Sp., z. B. [[πέδιλον]] ἐνισχόμενον προχοῇσιν Ap. Rh. 1, 11; von der Rede, Plut. Cic. 35. Auch Xen. An. 7, 4, 17 hat Krüger ἐνισχομένων τῶν πελτῶν ἐν τοῖς σταυροῖς für ἐνεχομένων geschrieben. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />arrêter ; <i>Pass.</i> être arrêté, entravé;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνίσχομαι contenir, modérer : τὴν φωνήν PLUT sa voix.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἴσχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνίσχω''': [[ἐνέχω]]: Μέσ., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν, ἐνέχειν, κρατεῖν αὐτὴν [[ἐντός]], Πλουτ. Κικ. 35: - Παθ., κρατοῦμαι, ἐμποδίζομαι, τὸ [[πλοῖον]] τὸ [[πρόσω]] οὐ δυνατὸν ἔτι προβαίνειν, ἀλλ’ ἐνίσχεσθαι Ἡρόδ. 4. 43· τινι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 11· ἔν τινι Ξεν. Ἀν. 7. 4, 17. | |lstext='''ἐνίσχω''': [[ἐνέχω]]: Μέσ., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν, ἐνέχειν, κρατεῖν αὐτὴν [[ἐντός]], Πλουτ. Κικ. 35: - Παθ., κρατοῦμαι, ἐμποδίζομαι, τὸ [[πλοῖον]] τὸ [[πρόσω]] οὐ δυνατὸν ἔτι προβαίνειν, ἀλλ’ ἐνίσχεσθαι Ἡρόδ. 4. 43· τινι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 11· ἔν τινι Ξεν. Ἀν. 7. 4, 17. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:50, 2 October 2022
English (LSJ)
= ἐνέχω:—Med., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν to keep in one's voice, Plu.Cic.35:—Pass., to be held fast, Hdt.4.43; προχοῇσιν A.R. 1.11; ἔν τινι v.l. for ἐνεχ- in X.An.7.4.17; of phlegm, etc., to be impacted, χυμοὶ ἐνισχόμενοι Gal.15.221
German (Pape)
[Seite 846] = ἐνέχω, festhalten; pass., stecken bleiben, τὸ πλοῖον οὐ δυνατὸν ἔτι προβαίνειν ἀλλ' ἐνίσχεσθαι Her. 4, 43; Sp., z. B. πέδιλον ἐνισχόμενον προχοῇσιν Ap. Rh. 1, 11; von der Rede, Plut. Cic. 35. Auch Xen. An. 7, 4, 17 hat Krüger ἐνισχομένων τῶν πελτῶν ἐν τοῖς σταυροῖς für ἐνεχομένων geschrieben.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
arrêter ; Pass. être arrêté, entravé;
Moy. ἐνίσχομαι contenir, modérer : τὴν φωνήν PLUT sa voix.
Étymologie: ἐν, ἴσχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνίσχω: ἐνέχω: Μέσ., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν, ἐνέχειν, κρατεῖν αὐτὴν ἐντός, Πλουτ. Κικ. 35: - Παθ., κρατοῦμαι, ἐμποδίζομαι, τὸ πλοῖον τὸ πρόσω οὐ δυνατὸν ἔτι προβαίνειν, ἀλλ’ ἐνίσχεσθαι Ἡρόδ. 4. 43· τινι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 11· ἔν τινι Ξεν. Ἀν. 7. 4, 17.
Greek Monolingual
ἐνίσχω (AM)
άλλ. τ. του ενέχω
1. κρατώ μέσα, συγκρατώ
ίδια σημ. και το μέσ. ενίσχομαι («τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος», Πλούτ.)
2. παθ. εμποδίζομαι, κρατούμαι, δεσμεύομαι («ἐνισχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῖς», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐνίσχω: = ἐνέχω· Μέσ., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν, εμποδίζω τη φωνή να βγει, σε Πλούτ. — Παθ., βαστιέμαι, κρατιέμαι, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐνίσχω: Her., Xen., Plut. = ἐνέχω.
Middle Liddell
= ἐνέχω
Mid., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν to keep in one's voice, Plut.:—Pass. to be held fast, Hdt., Xen.