ἀποβλάστημα: Difference between revisions

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)pobla/sthma
|Beta Code=a)pobla/sthma
|Definition=ατος, τό, [[shoot]], <span class="bibl">Thphr. <span class="title">CP</span>1.20.1</span>: metaph., τὸ ἑαυτοῦ ἀ. πᾶς φιλεῖ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>208b</span>.
|Definition=ατος, τό, [[shoot]], <span class="bibl">Thphr. <span class="title">CP</span>1.20.1</span>: metaph., τὸ ἑαυτοῦ ἀ. πᾶς φιλεῖ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>208b</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[brote]] de una planta, Thphr.<i>CP</i> 1.20.1<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ [[αὑτοῦ]] [[ἀποβλάστημα]] ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo</i> Pl.<i>Smp</i>.208b<br /><b class="num">•</b>en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />pousse, rejeton.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποβλαστάνω]].
|btext=ατος (τό) :<br />pousse, rejeton.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποβλαστάνω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[brote]] de una planta, Thphr.<i>CP</i> 1.20.1<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ [[αὑτοῦ]] [[ἀποβλάστημα]] ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo</i> Pl.<i>Smp</i>.208b<br /><b class="num">•</b>en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβλάστημα Medium diacritics: ἀποβλάστημα Low diacritics: αποβλάστημα Capitals: ΑΠΟΒΛΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: apoblástēma Transliteration B: apoblastēma Transliteration C: apovlastima Beta Code: a)pobla/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, shoot, Thphr. CP1.20.1: metaph., τὸ ἑαυτοῦ ἀ. πᾶς φιλεῖ Pl.Smp.208b.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
brote de una planta, Thphr.CP 1.20.1
fig. τὸ αὑτοῦ ἀποβλάστημα ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo Pl.Smp.208b
en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243.

German (Pape)

[Seite 297] τό, Sprößling, Abkömmling, Plat. Conv. 208 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλάστημα: -ατος, τὸ, βλαστὸς, «βλαστάρι», Πλάτ. Συμπ. 208Β, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 21, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pousse, rejeton.
Étymologie: ἀποβλαστάνω.

Greek Monolingual

το (Α ἀποβλάστημα)
νεοελλ.
1. πληθ. τα αποβλαστήματα (κατά τη θεωρία του Δαρβίνου) είναι αόρατα σωματίδια που παράγονται από τα σωματικά κύτταρα στα διάφορα όργανα, αποχωρίζονται απ' αυτά και συσσωρεύονται με ανάλογα σωματίδια στα γεννητικά κύτταρα
2. κύτταρα που συσσωματώνονται για να προφυλάσσονται τα σφουγγάρια απο δυσμενείς καιρικές συνθήκες
αρχ.
1. βλαστάρι, βλαστός
2. γόνος, τέκνο.

Greek Monotonic

ἀποβλάστημα: -ατος, τό, βλαστός, βλαστάρι, κλαδάκι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβλάστημα: ατος τό отпрыск, побег Plat.

Middle Liddell

[from ἀποβλαστάνω
a shoot, scion, Plat.