προσκαίω: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0767.png Seite 767]] (s. [[καίω]]), noch dazu anbrennen, anzünden; προσκαύσασα τὴν χύτραν, Ar. Vesp. 828; προσκεκαυμένα σκεύη, 939; übertr., παιδὶ ἰσχυρῶς προσεκαύθη, in Liebe zu einem Knaben entbrennen, Xen. Conv. 4, 23; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0767.png Seite 767]] (s. [[καίω]]), noch dazu anbrennen, anzünden; προσκαύσασα τὴν χύτραν, Ar. Vesp. 828; προσκεκαυμένα σκεύη, 939; übertr., παιδὶ ἰσχυρῶς προσεκαύθη, in Liebe zu einem Knaben entbrennen, Xen. Conv. 4, 23; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προσκαύσω, <i>ao.</i> προσέκηα, <i>pf.</i> προσκέκαυκα ; <i>pf. Pass.</i> προσκέκαυμαι, <i>etc.</i><br />faire cuire, faire chauffer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καίω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκαίω''': Ἀττικ. -άω· μέλλ. -[[καύσω]], [[καίω]] [[προσέτι]], [τὰ ἑψόμενα] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 2, 6· τὴν δᾷδα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 4· [[ὄψον]] προσκέκαυε Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 3. ― Παθ., σκεύη προσκεκαυμένα, κεκαυμένα εἰς τὸ πῦρ, «ψημένα». Ἀριστοφ. Σφ. 939, πρβλ. 828· μεταφορ., προσκαίεσθαί τινι, διακαίεσθαι ὑπὸ ἔρωτος [[πρός]] τινα, Ξεν. Συμπ. 4. 23. | |lstext='''προσκαίω''': Ἀττικ. -άω· μέλλ. -[[καύσω]], [[καίω]] [[προσέτι]], [τὰ ἑψόμενα] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 2, 6· τὴν δᾷδα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 4· [[ὄψον]] προσκέκαυε Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 3. ― Παθ., σκεύη προσκεκαυμένα, κεκαυμένα εἰς τὸ πῦρ, «ψημένα». Ἀριστοφ. Σφ. 939, πρβλ. 828· μεταφορ., προσκαίεσθαί τινι, διακαίεσθαι ὑπὸ ἔρωτος [[πρός]] τινα, Ξεν. Συμπ. 4. 23. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:37, 2 October 2022
English (LSJ)
Att. προσκάω: aor. προσέκαυσα Ar.V.828:—set on fire or burn besides, l.c.; [τὰ ἑψόμενα] Arist.GA767a20; τὴν δᾷδα Thphr. HP9.3.4; ὄψον προσκέκαυκε Alex.124.3:—Pass., σκεύη προσκεκαυμένα pots burnt at the fire, Ar.V.939 (nisi leg. -κεκλημένα), cf. Arist.Mete. 381a27: metaph., to be in love with . ., ἰσχυρῶς προσεκαύθη X.Smp.4.23.
German (Pape)
[Seite 767] (s. καίω), noch dazu anbrennen, anzünden; προσκαύσασα τὴν χύτραν, Ar. Vesp. 828; προσκεκαυμένα σκεύη, 939; übertr., παιδὶ ἰσχυρῶς προσεκαύθη, in Liebe zu einem Knaben entbrennen, Xen. Conv. 4, 23; Sp.
French (Bailly abrégé)
f. προσκαύσω, ao. προσέκηα, pf. προσκέκαυκα ; pf. Pass. προσκέκαυμαι, etc.
faire cuire, faire chauffer.
Étymologie: πρός, καίω.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαίω: Ἀττικ. -άω· μέλλ. -καύσω, καίω προσέτι, [τὰ ἑψόμενα] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 2, 6· τὴν δᾷδα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 4· ὄψον προσκέκαυε Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 3. ― Παθ., σκεύη προσκεκαυμένα, κεκαυμένα εἰς τὸ πῦρ, «ψημένα». Ἀριστοφ. Σφ. 939, πρβλ. 828· μεταφορ., προσκαίεσθαί τινι, διακαίεσθαι ὑπὸ ἔρωτος πρός τινα, Ξεν. Συμπ. 4. 23.
Greek Monolingual
και αττ. τ. προσκάω Α καίω
1. αναφλέγω, καίω επί πλέον («ἐν τοῖς ἑψομένοις προσκάει τὸ πλεῖον πῡρ», Αριστοτ.)
2. φρ. «προσκαίομαί τινι»
μτφ. διακαίομαι από έρωτα για κάποιον («ἐκείνῳ τότε ἰσχυρῶς προσεκαύθη», Ξεν.).
Greek Monotonic
προσκαίω: Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω· ρίχνω στη φωτιά ή καίω επιπλέον — Παθ., σκεύηπροσκεκαυμένα, που κάηκαν στη φωτιά, «ψημένα», σε Αριστοφ.· μεταφ. προσκαίεσθαί τινι, καίγομαι από έρωτα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προσκαίω: атт. προσκάω
1) обжигать (τὴν χύτραν Arph.);
2) пережаривать, давать пригореть (τὰ ἑψόμενα Arst.; τοὖψον Plut.);
3) воспламенять, жечь: προσκοίεσθαί τινι Xen. гореть любовью к кому-л.
Middle Liddell
attic -κάω fut. -καύσω
to set on fire or burn besides:—Pass., σκεύη προσκεκαυμένα pots burnt at the fire, Ar.: metaph., προσκαίεσθαί τινι to be in love with . ., Xen.