Σκιάποδες: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*skia/podes | |Beta Code=*skia/podes | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], οἱ</b>, [[Shade-footed]] or [[Shady-feet]], a fabulous people in the hottest part of Libya, [[with immense feet which they used as sunshades]] as they reclined, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1553</span>, cf. Sch. ad loc., <span class="bibl">Archipp.53</span>, <span class="bibl">Ctes.<span class="title">Fr.</span>89</span>. | |Definition=[<b class="b3">ᾱ], οἱ</b>, [[Shade-footed]] or [[Shady-feet]], a fabulous people in the hottest part of Libya, [[with immense feet which they used as sunshades]] as they reclined, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1553</span>, cf. Sch. ad loc., <span class="bibl">Archipp.53</span>, <span class="bibl">Ctes.<span class="title">Fr.</span>89</span>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Σκιάποδες:''' (ᾱ) οἱ скиаподы, «[[тененогие]]» (баснословные люди с огромными ступнями, которыми они прикрывались от палящего солнца) Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Σκῐάποδες:''' [ᾱ], οἱ, [[μυθικός]] [[λαός]] στην [[περιοχή]] της Λιβύης που είχαν τεράστια πόδια και που τα χρησιμοποιούσαν ως ομπρέλες όταν αναπαύονταν, για να προφυλάσσονται από τον ήλιο, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''Σκῐάποδες:''' [ᾱ], οἱ, [[μυθικός]] [[λαός]] στην [[περιοχή]] της Λιβύης που είχαν τεράστια πόδια και που τα χρησιμοποιούσαν ως ομπρέλες όταν αναπαύονταν, για να προφυλάσσονται από τον ήλιο, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Σκιά-ποδες,<br />[[shade]]-footed, a [[fabulous]] [[people]] in [[Libya]], with [[immense]] feet [[which]] they used as sunshades, Ar. | |mdlsjtxt=Σκιά-ποδες,<br />[[shade]]-footed, a [[fabulous]] [[people]] in [[Libya]], with [[immense]] feet [[which]] they used as sunshades, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾱ], οἱ, Shade-footed or Shady-feet, a fabulous people in the hottest part of Libya, with immense feet which they used as sunshades as they reclined, Ar.Av.1553, cf. Sch. ad loc., Archipp.53, Ctes.Fr.89.
Russian (Dvoretsky)
Σκιάποδες: (ᾱ) οἱ скиаподы, «тененогие» (баснословные люди с огромными ступнями, которыми они прикрывались от палящего солнца) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
Σκιάποδες: [ᾰ], οἱ, οἱ ἔχοντες τοὺς πόδας ὡς σκιάδεια, μυθικός τις λαὸς τοῦ θερμοτάτου μέρους τῆς Λιβύης, ἔχοντες πόδας ὑπερμεγέθεις, οἷς ἐχρῶντο ἀντὶ σκιαδείων, ὅτε ἀνεπαύοντο, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1553, πρβλ. Σχόλ. ἐν τόπῳ, Κτησ. Ἀποσπ. 89, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
οἱ, Α
1. μυθικός λαός της Λιβύης ή της Αιθιοπίας ή της Ινδίας, που, σύμφωνα με την παράδοση, έλαβε την ονομασία αυτή, επειδή οι κάτοικοι είχαν τόσο τεράστια πέλματα, ώστε τους χρησίμευαν και ως σκιάδια, ως καλύμματα της κεφαλής
2. (κατά τον Αριστοφ.) οι φιλόσοφοι που βάδιζαν στη σκιά, στα σκοτεινά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σκιά / σκιάδειον + πούς, ποδός].
Greek Monotonic
Σκῐάποδες: [ᾱ], οἱ, μυθικός λαός στην περιοχή της Λιβύης που είχαν τεράστια πόδια και που τα χρησιμοποιούσαν ως ομπρέλες όταν αναπαύονταν, για να προφυλάσσονται από τον ήλιο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Σκιά-ποδες,
shade-footed, a fabulous people in Libya, with immense feet which they used as sunshades, Ar.