εὐδιάγνωστος: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evdiagnostos | |Transliteration C=evdiagnostos | ||
|Beta Code=eu)dia/gnwstos | |Beta Code=eu)dia/gnwstos | ||
|Definition= | |Definition=εὐδιάγνωστον, [[easy to distinguish]], Gal.14.63 (Sup.), Nicom.''Harm.''2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐδιάγνωστον, easy to distinguish, Gal.14.63 (Sup.), Nicom.Harm.2.
German (Pape)
[Seite 1061] leicht zu unterscheiden, Schol. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάγνωστος: -ον, ὃν εὐκόλως διακρίνει τις, Γαλην. τ. 14. σ. 63. 10, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Ταξ. σ. 3Α, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάγνωστος, -ον)
1. αυτός ο οποίος αναγνωρίζεται εύκολα
2. (για νόσο) εκείνη της οποίας είναι εύκολη η διάγνωση
3. πολύ γνωστός, πασίγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια-γνωστός (< δια-γιγνώσκω)].