εὐθυεργής: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1070.png Seite 1070]] ές, gerade gearbeitet, τὸ εὐθ., die gerade Arbeit, Luc. conscr. hist. 72.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1070.png Seite 1070]] ές, gerade gearbeitet, τὸ εὐθ., die gerade Arbeit, Luc. conscr. hist. 72.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθυεργής''': -ές, [[καλῶς]] εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ [[εὐεργής]].
|lstext='''εὐθυεργής''': -ές, [[καλῶς]] εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ [[εὐεργής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:11, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠεργής Medium diacritics: εὐθυεργής Low diacritics: ευθυεργής Capitals: ΕΥΘΥΕΡΓΗΣ
Transliteration A: euthyergḗs Transliteration B: euthyergēs Transliteration C: efthyergis Beta Code: eu)quergh/s

English (LSJ)

ές, accurately wrought, Luc. Hist. Conscr.27 (nisi leg. εὐεργής).

German (Pape)

[Seite 1070] ές, gerade gearbeitet, τὸ εὐθ., die gerade Arbeit, Luc. conscr. hist. 72.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.
Étymologie: εὐθύς, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυεργής: -ές, καλῶς εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ εὐεργής.

Greek Monolingual

εὐθυεργής, -ές (Α)
ο κατεργασμένος με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -εργής (< έργον)
πρβλ. ευεργής, κακοεργής].

Greek Monotonic

εὐθυεργής: -ές (*ἔργω), δουλεμένος σωστά, επεξεργασμένος με ακρίβεια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθῠεργής: сделанный в виде прямой линии, прямолинейный: τὸ εὐθυεργές Luc. прямолинейность.

Middle Liddell

εὐθυ-εργής, ές [*ἔργω
accurately wrought, Luc.