εὐνώμας: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1084.png Seite 1084]] ὁ, s. [[εὐνόμας]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1084.png Seite 1084]] ὁ, s. [[εὐνόμας]].
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui se meut régulièrement, bien réglé, bien distribué, régulier <i>en parl. du temps</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[νωμάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐνώμας''': -ου, ὁ, ([[νωμάω]]) = [[εὐκίνητος]], αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ Σοφ. Αἴ. 604 ([[ἔνθα]] τὰ κρείττω τῶν Ἀντιγράφων [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου ἔχουσιν εὐνόμα)· ἀλλ’ ὁ Bgk. διορθοῖ εὐνῶμαι, Παθ. τοῦ [[εὐνάω]], ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, καὶ πρβλ. Ο. Κ. 1571.
|lstext='''εὐνώμας''': -ου, ὁ, ([[νωμάω]]) = [[εὐκίνητος]], αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ Σοφ. Αἴ. 604 ([[ἔνθα]] τὰ κρείττω τῶν Ἀντιγράφων [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου ἔχουσιν εὐνόμα)· ἀλλ’ ὁ Bgk. διορθοῖ εὐνῶμαι, Παθ. τοῦ [[εὐνάω]], ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, καὶ πρβλ. Ο. Κ. 1571.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui se meut régulièrement, bien réglé, bien distribué, régulier <i>en parl. du temps</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[νωμάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνώμας Medium diacritics: εὐνώμας Low diacritics: ευνώμας Capitals: ΕΥΝΩΜΑΣ
Transliteration A: eunṓmas Transliteration B: eunōmas Transliteration C: evnomas Beta Code: eu)nw/mas

English (LSJ)

α, ὁ, (νωμάω) = εὐκίνητος, mobile, αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ by the ceaseless march of time, S.Aj.604 (lyr., s.v.l., cf. εὐνάω 1.2).

German (Pape)

[Seite 1084] ὁ, s. εὐνόμας.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui se meut régulièrement, bien réglé, bien distribué, régulier en parl. du temps.
Étymologie: εὖ, νωμάω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνώμας: -ου, ὁ, (νωμάω) = εὐκίνητος, αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ Σοφ. Αἴ. 604 (ἔνθα τὰ κρείττω τῶν Ἀντιγράφων ἐναντίον τοῦ μέτρου ἔχουσιν εὐνόμα)· ἀλλ’ ὁ Bgk. διορθοῖ εὐνῶμαι, Παθ. τοῦ εὐνάω, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, καὶ πρβλ. Ο. Κ. 1571.

Greek Monolingual

εὐνώμας, ὁ (Α)
ευκίνητος, διαρκώς κινούμενος, αέναος («αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ τρυχόμενος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νωμώ «κινώ, διευθετώ» (μεταρρηματικός τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα νωμ- του θ. νεμ- του ρ. νέμω)].

Greek Monotonic

εὐνώμας: -ου, ὁ (νωμάω), αυτός που κινείται καλά, ευκίνητος ή αυτός που κινείται σταθερά, εὐνώμᾳ χρόνῳ, μέσω της σταθερής πορείας του χρόνου, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὐνώμας: ου adj. равномерно движущийся, неудержимо текущий (χρόνος Soph.).

Middle Liddell

εὐ-νώμας, ου, νωμάω
moving well or regularly, εὐνώμᾳ χρόνῳ by the steady march of time, Soph.