εὐνώμας: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1084.png Seite 1084]] ὁ, s. [[εὐνόμας]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1084.png Seite 1084]] ὁ, s. [[εὐνόμας]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui se meut régulièrement, bien réglé, bien distribué, régulier <i>en parl. du temps</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[νωμάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐνώμας''': -ου, ὁ, ([[νωμάω]]) = [[εὐκίνητος]], αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ Σοφ. Αἴ. 604 ([[ἔνθα]] τὰ κρείττω τῶν Ἀντιγράφων [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου ἔχουσιν εὐνόμα)· ἀλλ’ ὁ Bgk. διορθοῖ εὐνῶμαι, Παθ. τοῦ [[εὐνάω]], ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, καὶ πρβλ. Ο. Κ. 1571. | |lstext='''εὐνώμας''': -ου, ὁ, ([[νωμάω]]) = [[εὐκίνητος]], αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ Σοφ. Αἴ. 604 ([[ἔνθα]] τὰ κρείττω τῶν Ἀντιγράφων [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου ἔχουσιν εὐνόμα)· ἀλλ’ ὁ Bgk. διορθοῖ εὐνῶμαι, Παθ. τοῦ [[εὐνάω]], ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, καὶ πρβλ. Ο. Κ. 1571. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:45, 1 October 2022
English (LSJ)
α, ὁ, (νωμάω) = εὐκίνητος, mobile, αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ by the ceaseless march of time, S.Aj.604 (lyr., s.v.l., cf. εὐνάω 1.2).
German (Pape)
[Seite 1084] ὁ, s. εὐνόμας.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui se meut régulièrement, bien réglé, bien distribué, régulier en parl. du temps.
Étymologie: εὖ, νωμάω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνώμας: -ου, ὁ, (νωμάω) = εὐκίνητος, αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ Σοφ. Αἴ. 604 (ἔνθα τὰ κρείττω τῶν Ἀντιγράφων ἐναντίον τοῦ μέτρου ἔχουσιν εὐνόμα)· ἀλλ’ ὁ Bgk. διορθοῖ εὐνῶμαι, Παθ. τοῦ εὐνάω, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, καὶ πρβλ. Ο. Κ. 1571.
Greek Monolingual
εὐνώμας, ὁ (Α)
ευκίνητος, διαρκώς κινούμενος, αέναος («αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ τρυχόμενος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νωμώ «κινώ, διευθετώ» (μεταρρηματικός τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα νωμ- του θ. νεμ- του ρ. νέμω)].
Greek Monotonic
εὐνώμας: -ου, ὁ (νωμάω), αυτός που κινείται καλά, ευκίνητος ή αυτός που κινείται σταθερά, εὐνώμᾳ χρόνῳ, μέσω της σταθερής πορείας του χρόνου, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐνώμας: ου adj. равномерно движущийся, неудержимо текущий (χρόνος Soph.).
Middle Liddell
εὐ-νώμας, ου, νωμάω
moving well or regularly, εὐνώμᾳ χρόνῳ by the steady march of time, Soph.