εὔδμητος: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1062.png Seite 1062]] ep. ἐΰδμητος (nur Od. 20, 302 die gew. Form), schön gebaut; πύργοι Il. 12, 154; Hes. Sc. 242; [[βωμός]] Il. 1, 448; [[πόλις]] 21, 516; [[τοῖχος]] Od. 22, 126; κολώνα Pind. P. 12, 3; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 317.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1062.png Seite 1062]] ep. ἐΰδμητος (nur Od. 20, 302 die gew. Form), schön gebaut; πύργοι Il. 12, 154; Hes. Sc. 242; [[βωμός]] Il. 1, 448; [[πόλις]] 21, 516; [[τοῖχος]] Od. 22, 126; κολώνα Pind. P. 12, 3; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 317.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien construit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δέμω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔδμητος''': Δωρ. -δμᾱτος, ον, [[καλῶς]] ᾠκοδομημένος, [[βωμός]], [[πύργος]], [[πόλις]] Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, ἐΰδμητος, πλὴν ἐν Ὀδ. Υ. 302, ὁ δ’ εὔδμητον [[βάλε]] τοῖχον.
|lstext='''εὔδμητος''': Δωρ. -δμᾱτος, ον, [[καλῶς]] ᾠκοδομημένος, [[βωμός]], [[πύργος]], [[πόλις]] Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, ἐΰδμητος, πλὴν ἐν Ὀδ. Υ. 302, ὁ δ’ εὔδμητον [[βάλε]] τοῖχον.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien construit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δέμω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 19:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδμητος Medium diacritics: εὔδμητος Low diacritics: εύδμητος Capitals: ΕΥΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: eúdmētos Transliteration B: eudmētos Transliteration C: eydmitos Beta Code: eu)/dmhtos

English (LSJ)

Dor. εὔ-δμᾱτος, ον, well-built, βωμός Il.1.448; πύργοι Hes.Sc.242; κολώνα Pi.P.12.3; ἀγυιαί A.R.1.317. (Always in Ep. form ἐΰδμ-, exc. in Od.20.302 ὁ δ' εὔδμητον βάλε τοῖχον.)

German (Pape)

[Seite 1062] ep. ἐΰδμητος (nur Od. 20, 302 die gew. Form), schön gebaut; πύργοι Il. 12, 154; Hes. Sc. 242; βωμός Il. 1, 448; πόλις 21, 516; τοῖχος Od. 22, 126; κολώνα Pind. P. 12, 3; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 317.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien construit.
Étymologie: εὖ, δέμω.

Greek (Liddell-Scott)

εὔδμητος: Δωρ. -δμᾱτος, ον, καλῶς ᾠκοδομημένος, βωμός, πύργος, πόλις Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, ἐΰδμητος, πλὴν ἐν Ὀδ. Υ. 302, ὁ δ’ εὔδμητον βάλε τοῖχον.

English (Autenrieth)

ἐύδ. (δέμω): well-built.

Greek Monolingual

εὔδμητος και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, -ον (Α)
αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και στερεά («εὔδμητον περὶ βωμόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθόδμητος, νεόδμητος)].

Greek Monotonic

εὔδμητος: Επικ. ἐΰ-δμητος, -ον (δέμω), καλά οικοδομημένος, καλοχτισμένος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔδμητος: эп. ἐΰδμητος, дор. εὔδμᾱτος 2 хорошо построенный, красиво сооруженный (βωμός, πόλις, τοῖχος Hom.; πύργος Hom., Hes.; κολώνα Pind.).

Middle Liddell

δέμω
well-built, Hom.