οἰνοβαρείων: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=oi)nobarei/wn | |Beta Code=oi)nobarei/wn | ||
|Definition=ὁ, = [[οἰνοβαρής]], <span class="bibl">Od.9.374</span>,<span class="bibl">10.555</span>:—hence οἰνοβᾰρ-έω, to [[be heavy]] or [[drunken with wine]], <span class="bibl">Thgn.503</span>. | |Definition=ὁ, = [[οἰνοβαρής]], <span class="bibl">Od.9.374</span>,<span class="bibl">10.555</span>:—hence οἰνοβᾰρ-έω, to [[be heavy]] or [[drunken with wine]], <span class="bibl">Thgn.503</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>nom. sg. part. prés. épq. de</i> [[οἰνοβαρέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰνοβᾰρείων''': ὁ, = [[οἰνοβαρής]], Ὀδ. Ι. 374., Κ. 555· [[ἐντεῦθεν]] ἐσχηματίσθη τὸ [[ῥῆμα]], οἰνοβᾰρέω, εἶμαι βεβαρημένος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Θέογν. 503. | |lstext='''οἰνοβᾰρείων''': ὁ, = [[οἰνοβαρής]], Ὀδ. Ι. 374., Κ. 555· [[ἐντεῦθεν]] ἐσχηματίσθη τὸ [[ῥῆμα]], οἰνοβᾰρέω, εἶμαι βεβαρημένος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Θέογν. 503. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 21:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, = οἰνοβαρής, Od.9.374,10.555:—hence οἰνοβᾰρ-έω, to be heavy or drunken with wine, Thgn.503.
French (Bailly abrégé)
nom. sg. part. prés. épq. de οἰνοβαρέω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοβᾰρείων: ὁ, = οἰνοβαρής, Ὀδ. Ι. 374., Κ. 555· ἐντεῦθεν ἐσχηματίσθη τὸ ῥῆμα, οἰνοβᾰρέω, εἶμαι βεβαρημένος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Θέογν. 503.
English (Autenrieth)
(βαρύς), part.: heavy with wine. (Od.)
Greek Monolingual
οἰνοβαρείων -ωνος, ὁ (Α)
μεθυσμένος («ὁ δ' ἐρεύγετο οἰνοβαρείων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός εκτεταμένος τ. του οἰνοβαρής με κατάλ. -είων (πρβλ. βαρυπν-είων)].
Greek Monotonic
οἰνοβᾰρείων: ὁ, = οἰνοβαρής, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοβᾰρείων: adj. m [part. к *οἰνοβαρείω] Hom. = οἰνοβαρής.
Middle Liddell
οἰνο-βᾰρείων, ονος, ὁ, = οἰνοβαρής, Od.]