τριέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=trie/liktos
|Beta Code=trie/liktos
|Definition=ον, (ἑλίσσω) [[thrice coiled]], [[ὄφις]] Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.6.77</span>; Μαιάνδρου τ. ὕδωρ <span class="title">AP</span>6.110 (Leon. or Mnasalc.); <b class="b3">τ. ἰχνοπέδαν</b> a noose [[of three threads]], ib.<span class="bibl">109</span> (Antip.); <b class="b3">τ. νῆμα</b> (of the Fates) ib.<span class="bibl">7.14</span> (Antip. Sid.); <b class="b3">τ. θώρακες</b>, of three 'crow's-nests' (cf. [[θωράκια]] Moschio ap.<span class="bibl">Ath.5.208e</span>), <span class="title">App.Anth.</span>3.82.9 (Archimelus).
|Definition=ον, (ἑλίσσω) [[thrice coiled]], [[ὄφις]] Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.6.77</span>; Μαιάνδρου τ. ὕδωρ <span class="title">AP</span>6.110 (Leon. or Mnasalc.); <b class="b3">τ. ἰχνοπέδαν</b> a noose [[of three threads]], ib.<span class="bibl">109</span> (Antip.); <b class="b3">τ. νῆμα</b> (of the Fates) ib.<span class="bibl">7.14</span> (Antip. Sid.); <b class="b3">τ. θώρακες</b>, of three 'crow's-nests' (cf. [[θωράκια]] Moschio ap.<span class="bibl">Ath.5.208e</span>), <span class="title">App.Anth.</span>3.82.9 (Archimelus).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se replie <i>ou</i> s'enroule trois fois sur soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τριέλικτος''': -ον, ([[ἑλίσσω]]) ὁ [[τρεῖς]] ἑλιγμοὺς σχηματίζων, [[ὄφις]] Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 77· Μαιάνδρου τρ. [[ὕδωρ]] Ἀνθ. Π. 6. 110· τρ. [[ἰχνοπέδη]], [[βρόχος]] ἢ παγὶς ἐκ τριῶν νημάτων, [[αὐτόθι]] 107· τρ. [[νῆμα]] (τῶν Μοιρῶν), [[αὐτόθι]] 7. 14· - τρ. θώρακες, ἐπὶ τῶν σανιδωμάτων πλοίου, [[αὐτόθι]] ἐν παραρτ. 15.
|lstext='''τριέλικτος''': -ον, ([[ἑλίσσω]]) ὁ [[τρεῖς]] ἑλιγμοὺς σχηματίζων, [[ὄφις]] Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 77· Μαιάνδρου τρ. [[ὕδωρ]] Ἀνθ. Π. 6. 110· τρ. [[ἰχνοπέδη]], [[βρόχος]] ἢ παγὶς ἐκ τριῶν νημάτων, [[αὐτόθι]] 107· τρ. [[νῆμα]] (τῶν Μοιρῶν), [[αὐτόθι]] 7. 14· - τρ. θώρακες, ἐπὶ τῶν σανιδωμάτων πλοίου, [[αὐτόθι]] ἐν παραρτ. 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se replie <i>ou</i> s'enroule trois fois sur soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριέλικτος Medium diacritics: τριέλικτος Low diacritics: τριέλικτος Capitals: ΤΡΙΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: triéliktos Transliteration B: trieliktos Transliteration C: trieliktos Beta Code: trie/liktos

English (LSJ)

ον, (ἑλίσσω) thrice coiled, ὄφις Orac. ap. Hdt.6.77; Μαιάνδρου τ. ὕδωρ AP6.110 (Leon. or Mnasalc.); τ. ἰχνοπέδαν a noose of three threads, ib.109 (Antip.); τ. νῆμα (of the Fates) ib.7.14 (Antip. Sid.); τ. θώρακες, of three 'crow's-nests' (cf. θωράκια Moschio ap.Ath.5.208e), App.Anth.3.82.9 (Archimelus).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se replie ou s'enroule trois fois sur soi-même.
Étymologie: τρίς, ἑλίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

τριέλικτος: -ον, (ἑλίσσω) ὁ τρεῖς ἑλιγμοὺς σχηματίζων, ὄφις Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 77· Μαιάνδρου τρ. ὕδωρ Ἀνθ. Π. 6. 110· τρ. ἰχνοπέδη, βρόχος ἢ παγὶς ἐκ τριῶν νημάτων, αὐτόθι 107· τρ. νῆμα (τῶν Μοιρῶν), αὐτόθι 7. 14· - τρ. θώρακες, ἐπὶ τῶν σανιδωμάτων πλοίου, αὐτόθι ἐν παραρτ. 15.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. (συν. για φίδι) αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, δηλαδή αυτός που έχει κουλουριαστεί τρεις φορές
2. φρ. α) «τριέλικτος ἰχνοπέδη» — βρόχος ή παγίδα από τρία νήματα (Ανθ. Παλ.)
β) «τριέλικτοι θώρακες» — τα σανιδώματα του πλοίου (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ἑλικτός (< ἑλίσσω), πρβλ. πολυ-έλικτος].

Greek Monotonic

τριέλικτος: -ον, αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, που έχει στριφογυριστεί τρεις φορές, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐέλικτος:
1) втрое свернувшийся (ὄφις Her.);
2) трижды изгибающийся (Μαιάνδρου ὕδωρ Anth.);
3) втрое сложенный, тройной (θώρακες Anth.): τριέλικτον νῆμα Anth. тройная, т. е. спряденная тремя Мойрами нить.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριέλικτος -ον [τρι -, ἑλίττω] met drie kronkels.

Middle Liddell

τρι-έλικτος, ον,
thrice coiled, Orac. ap. Hdt., Anth.