τρισκατάρατος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=triskata/ratos
|Beta Code=triskata/ratos
|Definition=[ᾰρ], ον, [[thrice-accursed]], <span class="bibl">D.25.82</span>, <span class="bibl">Men.71</span>, <span class="bibl"><span class="title">Epit.</span>540</span>.
|Definition=[ᾰρ], ον, [[thrice-accursed]], <span class="bibl">D.25.82</span>, <span class="bibl">Men.71</span>, <span class="bibl"><span class="title">Epit.</span>540</span>.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />trois fois digne d'être maudit.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κατάρατος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισκᾰτάρᾱτος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.
|lstext='''τρισκᾰτάρᾱτος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />trois fois digne d'être maudit.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κατάρατος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:11, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκατάρᾱτος Medium diacritics: τρισκατάρατος Low diacritics: τρισκατάρατος Capitals: ΤΡΙΣΚΑΤΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: triskatáratos Transliteration B: triskataratos Transliteration C: triskataratos Beta Code: triskata/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, thrice-accursed, D.25.82, Men.71, Epit.540.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois digne d'être maudit.
Étymologie: τρίς, κατάρατος.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισκατάρατος, -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α
τρεις φορές καταραμένος, επικατάρατος
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τρισκατάρατος
μτφ. άνθρωπος δόλιος, σατανικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + κατάρατος «μισητός» (< καταρῶμαι), πρβλ. παγκατάρατος.

Greek Monotonic

τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, τρεῖς φορές καταραμένος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τρισκᾰτάρᾱτος: (τᾰ) трижды проклятый, треклятый Dem., Men., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-κατάρατος -ον driewerf vervloekt.

Middle Liddell

τρισ-κᾰτάρᾱτος, ον,
thrice-accursed, Dem.