ἀπροσδιόριστος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)prosdio/ristos | |Beta Code=a)prosdio/ristos | ||
|Definition=ον, [[undefined]], Ulp.ad <span class="bibl">D.24.68</span>; [[unqualified]], <span class="bibl">Heliod.<span class="title">in EN</span>109.19</span>; of propositions, [[indefinite in quantification]], <span class="bibl">Ammon.<span class="title">in APr.</span>14.37</span>. Adv. [[ἀπροσδιορίστως]] = [[without distinction]], Gal.16.558; [[par excellence]], <span class="bibl">Olymp.<span class="title">in Mete.</span>123.3</span>. | |Definition=ον, [[undefined]], Ulp.ad <span class="bibl">D.24.68</span>; [[unqualified]], <span class="bibl">Heliod.<span class="title">in EN</span>109.19</span>; of propositions, [[indefinite in quantification]], <span class="bibl">Ammon.<span class="title">in APr.</span>14.37</span>. Adv. [[ἀπροσδιορίστως]] = [[without distinction]], Gal.16.558; [[par excellence]], <span class="bibl">Olymp.<span class="title">in Mete.</span>123.3</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no definido]] καὶ οὐκ ἀγνοῶν τὸ [[ἁμάρτημα]] ὁ νομοθέτης ἀπροσδιόριστον ἀφῆκε τὸν νόμον Heliod.<i>in EN</i> 109.18<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀπροσδιόριστον [[la indefinición]] Vlp.Sch.D.24.722.12, τὸ ἀπροσδιόριστον τῶν ὑπὸ σοῦ γεγραμμένων Alex.Trall.2.587.9<br /><b class="num">•</b>de proposiciones [[indeterminado cuantitativamente]] Ammon.<i>In APr</i>.14.37.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀπροσδιορίστως]] = [[sin distinción]], [[indistintamente]] [[ἐλλιπῶς]] οὕτως καὶ ἀ. ῥηθείς Gal.16.558<br /><b class="num">•</b>[[sin especificación]] ἀ. γὰρ οὕτω φασὶν οἱ Ἀθηναῖοι Sch.Th.2.15.2, ἀ. εἰπών Ammon.<i>Ac</i>.M.85.1532A<br /><b class="num">•</b>de ahí [[por excelencia]] ὡς καὶ ἀ. λέγεσθαι «λίμνην» Olymp.<i>in Mete</i>.123.3. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπροσδιόριστος''': ὁ μὴ προσδιωρισμένος ἢ ὡρισμένος, Σχόλ. εἰς Δημ. 722. 12. - Ἐπίρρ. -τως Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Λυκόφρ. | |lstext='''ἀπροσδιόριστος''': ὁ μὴ προσδιωρισμένος ἢ ὡρισμένος, Σχόλ. εἰς Δημ. 722. 12. - Ἐπίρρ. -τως Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Λυκόφρ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπροσδιόριστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] για τον οποίο δεν έχει οριστεί [[προθεσμία]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπροσδιόριστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] για τον οποίο δεν έχει οριστεί [[προθεσμία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, undefined, Ulp.ad D.24.68; unqualified, Heliod.in EN109.19; of propositions, indefinite in quantification, Ammon.in APr.14.37. Adv. ἀπροσδιορίστως = without distinction, Gal.16.558; par excellence, Olymp.in Mete.123.3.
Spanish (DGE)
-ον
1 no definido καὶ οὐκ ἀγνοῶν τὸ ἁμάρτημα ὁ νομοθέτης ἀπροσδιόριστον ἀφῆκε τὸν νόμον Heliod.in EN 109.18
•subst. τὸ ἀπροσδιόριστον la indefinición Vlp.Sch.D.24.722.12, τὸ ἀπροσδιόριστον τῶν ὑπὸ σοῦ γεγραμμένων Alex.Trall.2.587.9
•de proposiciones indeterminado cuantitativamente Ammon.In APr.14.37.
2 adv. ἀπροσδιορίστως = sin distinción, indistintamente ἐλλιπῶς οὕτως καὶ ἀ. ῥηθείς Gal.16.558
•sin especificación ἀ. γὰρ οὕτω φασὶν οἱ Ἀθηναῖοι Sch.Th.2.15.2, ἀ. εἰπών Ammon.Ac.M.85.1532A
•de ahí por excelencia ὡς καὶ ἀ. λέγεσθαι «λίμνην» Olymp.in Mete.123.3.
German (Pape)
[Seite 339] ohne hinzugefügte Bestimmung, Rhet.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσδιόριστος: ὁ μὴ προσδιωρισμένος ἢ ὡρισμένος, Σχόλ. εἰς Δημ. 722. 12. - Ἐπίρρ. -τως Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Λυκόφρ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροσδιόριστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί
νεοελλ.
εκείνος για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία.