ὀγκύλλομαι: Difference between revisions
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] = ὀγκόομαι, übertr., Ar. Pax 457, ὠγκύλλετο ἐπὶ τῇ τέχνῃ, Ath. IX, 382 b; im eigentlichen Sinne, anschwellen, soll es Hippocr. gebraucht haben. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] = ὀγκόομαι, übertr., Ar. Pax 457, ὠγκύλλετο ἐπὶ τῇ τέχνῃ, Ath. IX, 382 b; im eigentlichen Sinne, anschwellen, soll es Hippocr. gebraucht haben. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se gonfler, s'enorgueillir.<br />'''Étymologie:''' [[ὄγκος]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀγκύλλομαι''': παθ., = ὀγκόομαι, ἐξογκοῦμαι μεθ’ ὑπερηφανίας, [[ὑπερηφανεύομαι]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 465· ἐπὶ τῇ τέχνῃ Ἀθήν. 382B. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀγκύλλεσθαι· ὑψαυχενεῖν· καὶ ἐπαίρεσθαι. καὶ ὄγκον περιβεβλῆσθαι». | |lstext='''ὀγκύλλομαι''': παθ., = ὀγκόομαι, ἐξογκοῦμαι μεθ’ ὑπερηφανίας, [[ὑπερηφανεύομαι]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 465· ἐπὶ τῇ τέχνῃ Ἀθήν. 382B. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀγκύλλεσθαι· ὑψαυχενεῖν· καὶ ἐπαίρεσθαι. καὶ ὄγκον περιβεβλῆσθαι». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:59, 2 October 2022
English (LSJ)
Pass., = ὀγκόομαι, to be swollen, κοιλίη -ομένη Hp.Prorrh.1.99, Coac.606 : metaph., to be puffedup, Ar.Pax465; ἐπὶ τῇ τέχνῃ Ath.9.382b.
German (Pape)
[Seite 291] = ὀγκόομαι, übertr., Ar. Pax 457, ὠγκύλλετο ἐπὶ τῇ τέχνῃ, Ath. IX, 382 b; im eigentlichen Sinne, anschwellen, soll es Hippocr. gebraucht haben.
French (Bailly abrégé)
se gonfler, s'enorgueillir.
Étymologie: ὄγκος².
Greek (Liddell-Scott)
ὀγκύλλομαι: παθ., = ὀγκόομαι, ἐξογκοῦμαι μεθ’ ὑπερηφανίας, ὑπερηφανεύομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 465· ἐπὶ τῇ τέχνῃ Ἀθήν. 382B. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀγκύλλεσθαι· ὑψαυχενεῖν· καὶ ἐπαίρεσθαι. καὶ ὄγκον περιβεβλῆσθαι».
Greek Monolingual
ὀγκύλλομαι και ὀγκυλοῦμαι, -όομαι (Α)
1. διογκώνομαι, εξογκώνομαι, πρήζομαι
2. μτφ. επαίρομαι, υπερηφανεύομαι («ὠγκυλωμένος
υπερήφανος», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκυλον (πρβλ. αγκύλος: αγκύλλω)].
Greek Monotonic
ὀγκύλλομαι: Παθ., ὀγκόομαι, είμαι αλαζόνας, κομπάζω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀγκύλλομαι: (только praes.) гордиться, зазнаваться Arph.
Middle Liddell
ὀγκύλλομαι, = ὀγκόομαι]
Pass. to be puffed up, Ar.