ὑπερμενέων: Difference between revisions
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=u(permene/wn | |Beta Code=u(permene/wn | ||
|Definition=οντος, ὁ, [[exceedingly mighty]], <b class="b3">ἄνδρες ὑπερμενέοντες</b>, for [[ὑπερμενέες]], <span class="bibl">Od. 19.62</span>. (No Verb [[ὑπερμενέω]] occurs: cf. [[ὑπερηνορέων]].) | |Definition=οντος, ὁ, [[exceedingly mighty]], <b class="b3">ἄνδρες ὑπερμενέοντες</b>, for [[ὑπερμενέες]], <span class="bibl">Od. 19.62</span>. (No Verb [[ὑπερμενέω]] occurs: cf. [[ὑπερηνορέων]].) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οντος;<br />orgueilleux, arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερμενής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερμενέων''': -οντος, ὁ, [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἰσχυρός]], [[κραταιός]], ἄνδρες ὑπερμενέοντες, ἀντὶ ὑπερμενέες Ὀδ. Τ. 62. (Δὲν ὑπάρχει [[ῥῆμα]] ὑπερμενέω· πρβλ. [[ὑπερηνορέων]]). | |lstext='''ὑπερμενέων''': -οντος, ὁ, [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἰσχυρός]], [[κραταιός]], ἄνδρες ὑπερμενέοντες, ἀντὶ ὑπερμενέες Ὀδ. Τ. 62. (Δὲν ὑπάρχει [[ῥῆμα]] ὑπερμενέω· πρβλ. [[ὑπερηνορέων]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:15, 2 October 2022
English (LSJ)
οντος, ὁ, exceedingly mighty, ἄνδρες ὑπερμενέοντες, for ὑπερμενέες, Od. 19.62. (No Verb ὑπερμενέω occurs: cf. ὑπερηνορέων.)
French (Bailly abrégé)
οντος;
orgueilleux, arrogant.
Étymologie: ὑπερμενής.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμενέων: -οντος, ὁ, ὑπερβαλλόντως ἰσχυρός, κραταιός, ἄνδρες ὑπερμενέοντες, ἀντὶ ὑπερμενέες Ὀδ. Τ. 62. (Δὲν ὑπάρχει ῥῆμα ὑπερμενέω· πρβλ. ὑπερηνορέων).
English (Autenrieth)
οντος (μένος): part. as adj., haughty, Od. 19.62†.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
1. εξαιρετικά ισχυρός, κραταιός
2. στον πληθ. οἱ ὑπερμενέοντες
αλαζονικοί, υπεροπτικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του ὑπερμενής σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. -έων τών μτχ. (πρβλ. δυσμεν-έων: δυσμενής, ὑπερηνορ-έων: ὑπερήνωρ)].
Greek Monotonic
ὑπερμενέων: -οντος, ὁ, μτχ. χωρίς ενεστ. σε χρήση, υπερβολικά δυνατός, ισχυρός, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερμενέων: οντος adj. m неукротимый, буйный (ἄνδρες Hom.).
Middle Liddell
ὑπερ-μενέων, οντος,
part. with no pres. in use, exceeding mighty, Od. [from ὑπερμενής