ῥάγδην: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0830.png Seite 830]] rißweise, abgerissen, dah. heftig, ungestüm, raptim, λαμβάνειν Plut. de def. orac. 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0830.png Seite 830]] rißweise, abgerissen, dah. heftig, ungestüm, raptim, λαμβάνειν Plut. de def. orac. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec véhémence, brusquement.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάγδος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥάγδην''': Ἐπίρρ., ([[ῥάσσω]], [[ῥήγνυμι]]) μὲ τρόπον βίαιον ὡς [[ὅταν]] διαρρηγνύῃ τίς τι, βιαίως, σφοδρῶς, Λατ. raptim, Πλούτ. 2. 418Ε. | |lstext='''ῥάγδην''': Ἐπίρρ., ([[ῥάσσω]], [[ῥήγνυμι]]) μὲ τρόπον βίαιον ὡς [[ὅταν]] διαρρηγνύῃ τίς τι, βιαίως, σφοδρῶς, Λατ. raptim, Πλούτ. 2. 418Ε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:35, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv., (ῥάσσω) in torrents, Plu.2.418e codd. (δράγδην Wyttenbach).
German (Pape)
[Seite 830] rißweise, abgerissen, dah. heftig, ungestüm, raptim, λαμβάνειν Plut. de def. orac. 16.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec véhémence, brusquement.
Étymologie: ῥάγδος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάγδην: Ἐπίρρ., (ῥάσσω, ῥήγνυμι) μὲ τρόπον βίαιον ὡς ὅταν διαρρηγνύῃ τίς τι, βιαίως, σφοδρῶς, Λατ. raptim, Πλούτ. 2. 418Ε.
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ.
1. με ορμητικότητα, με σφοδρότητα, με βιαιότητα
2. γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα φαγ- του ῥήγνυμι + επίρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην). Έχει προταθεί, ωστόσο, η διόρθωση του τ. σε δράγδην. Η σύνδεση, τέλος τών τ. ῥάγδην / ῥαγδαῖος με το ρ. ῥάσσω «χτυπώ» οφείλεται σε παρετυμολογία].
Russian (Dvoretsky)
ῥάγδην: adv. стремительно, порывисто, резко (λαμβάνειν ἐκ τῶν ἐπῶν τινος Plut.).