ῥυτόν: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=r(uto/n
|Beta Code=r(uto/n
|Definition=τό,= [[πήγανον]], <span class="bibl">Cratin.270</span>; cf. [[ῥυτή]].<br /><span class="bld">ῥῠτόν</span>, τό, v. [[ῥυτός|ῥῠτός]] ''ΙΙ''.
|Definition=τό,= [[πήγανον]], <span class="bibl">Cratin.270</span>; cf. [[ῥυτή]].<br /><span class="bld">ῥῠτόν</span>, τό, v. [[ῥυτός|ῥῠτός]] ''ΙΙ''.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br />rhyton, <i>vase à boire en forme de corne</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥυτός]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῡτόν''': τό, = [[πήγανον]], Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ῥυτά]]· τὰ στέμφυλα».
|lstext='''ῥῡτόν''': τό, = [[πήγανον]], Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ῥυτά]]· τὰ στέμφυλα».
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br />rhyton, <i>vase à boire en forme de corne</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥυτός]]².
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡτόν Medium diacritics: ῥυτόν Low diacritics: ρυτόν Capitals: ΡΥΤΟΝ
Transliteration A: rhytón Transliteration B: rhyton Transliteration C: ryton Beta Code: r(uto/n

English (LSJ)

τό,= πήγανον, Cratin.270; cf. ῥυτή.
ῥῠτόν, τό, v. ῥῠτός ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
rhyton, vase à boire en forme de corne.
Étymologie: ῥυτός².

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡτόν: τό, = πήγανον, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, ἔνθα ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «ῥυτά· τὰ στέμφυλα».

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. το φυτό απήγανος
2. στον πληθ. τὰ ῥυτά
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ στέμφυλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ρυτή, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο].

Greek Monotonic

ῥῠτόν: τό (*ῥύω=ἐρύω
I. = ῥυτήρ, χαλινάρι, σε Ησίοδ.
II. (ῥέω), το ποτήρι που κατέληγε σε μια άκρη με μικρή τρύπα, από την οποία έρρεε ο οίνος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῠτόν: τό ῥυτός II] рог (рогообразный сосуд для вина) Dem., Plut.

Middle Liddell

ῥῠτόν, οῦ, [*ῥύω, ἐρύω = ῥυτήρ
I. a rein, Hes.
II. (ῥέὠ a drinking-cup, running to a point with a small hole, through which the wine ran, Dem.