φρύγιος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=frygios
|Transliteration C=frygios
|Beta Code=fru/gios
|Beta Code=fru/gios
|Definition=α, ον, [[dry]], Hsch.
|Definition=α, ον, [[dry]], Hsch. See also [[Φρύγιος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:34, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῡ́γιος Medium diacritics: φρύγιος Low diacritics: φρύγιος Capitals: ΦΡΥΓΙΟΣ
Transliteration A: phrýgios Transliteration B: phrygios Transliteration C: frygios Beta Code: fru/gios

English (LSJ)

α, ον, dry, Hsch. See also Φρύγιος.

German (Pape)

[Seite 1311] dürr, trocken, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φρύγιος: [ῡ], -α, -ον, (φρύγω) «ξηρὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
-ία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) ξηρός, στεγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. -ιος (πρβλ. πλάγ-ιος)].
(II)
-α, -ο / φρύγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ Φρυγία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες
νεοελλ.
φρ. «φρύγιος τρόπος»
μουσ. ένας από τους τρεις θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρύγιον
(ενν. ἔδαφος) το έδαφος, η χώρα της Φρυγίας
2. φρ. α) «φρύγια μέλεα»
μουσ. ζωηρά μουσικά μέλη που παίζονταν με τη συνοδεία αυλού κατά τη λατρεία της Κυβέλης
β) «φρύγιος πῖλος» — ο φρυγικός πίλος
γ) «φρύγιος λίθος» — είδος στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς.