ὑπόλειψις: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] ἡ, das Uebrigbleiben, Zurückbleiben, Theophr. – Auch ἡλίου, wie [[ἔκλειψις]], die Sonnenfinsterniß, Iambl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] ἡ, das Uebrigbleiben, Zurückbleiben, Theophr. – Auch ἡλίου, wie [[ἔκλειψις]], die Sonnenfinsterniß, Iambl. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόλειψις:''' εως ἡ [[выпадение]], [[потеря]] (τῶν ὀδόντων Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-είψεως, ἡ, Α [[ὑπολείπω]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] («[[ὑπόλειψις]] τῶν ὀδόντων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[καθυστέρηση]] στην [[ανάπτυξη]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> α) [[έκλειψη]] του Ηλίου<br />β) [[κίνηση]] [[προς]] τα ανατολικά [[κατά]] [[μήκος]] της εκλειπτικής. | |mltxt=-είψεως, ἡ, Α [[ὑπολείπω]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] («[[ὑπόλειψις]] τῶν ὀδόντων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[καθυστέρηση]] στην [[ανάπτυξη]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> α) [[έκλειψη]] του Ηλίου<br />β) [[κίνηση]] [[προς]] τα ανατολικά [[κατά]] [[μήκος]] της εκλειπτικής. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:10, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A failure, deficiency, τοῦ θερμοῦ Placit.5.30.4; τῶν ὀδόντων Arist.GA745a33. II falling behind, in growth, Thphr. CP5.1.11. III Astron . . direct motion, i. e. Eastwards along the ecliptic, Gem.12.19, Ptol.Alm.1.8, 12.1, Theo Sm.p.147 H. 2 occultation, Iamb.VP6.31.
German (Pape)
[Seite 1223] ἡ, das Uebrigbleiben, Zurückbleiben, Theophr. – Auch ἡλίου, wie ἔκλειψις, die Sonnenfinsterniß, Iambl.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλειψις: εως ἡ выпадение, потеря (τῶν ὀδόντων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλειψις: -εως, ἡ, ἔκλειψις, ἔλλειψις, γῆρας γίγνεται παρὰ τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπόλειψιν Παρμενίδης παρὰ Στοβ. 589. 27· τῶν ὀδόντων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· ― ὡσαύτως ὡς τὸ ἔκλειψις ἡλίου Ἰαμβλίχου Βίος Πυθαγ. σ. 70. ΙΙ. τὸ ὑπολείπεσθαι, μένειν ὀπίσω εἰς αὔξησιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 11. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρον., κίνησις πρὸς τὰ ὀπίσω, Πτολ.
Greek Monolingual
-είψεως, ἡ, Α ὑπολείπω
1. έλλειψη («ὑπόλειψις τῶν ὀδόντων», Αριστοτ.)
2. (για φυτά) καθυστέρηση στην ανάπτυξη
3. αστρον. α) έκλειψη του Ηλίου
β) κίνηση προς τα ανατολικά κατά μήκος της εκλειπτικής.