ὀρθόπολις: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0375.png Seite 375]] Städte aufrecht erhaltend, lenkend, Pind. Ol. 2, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0375.png Seite 375]] Städte aufrecht erhaltend, lenkend, Pind. Ol. 2, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />qui dirige sagement la Cité.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[πόλις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθόπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ τῇ [[ἑαυτοῦ]] δικαιοσύνῃ ὀρθῶν καὶ σῴζων τὰς πόλεις, Πινδ. Ο. 2. 14, πρβλ. ἐρυσίπολις, σῳζόπολις. | |lstext='''ὀρθόπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ τῇ [[ἑαυτοῦ]] δικαιοσύνῃ ὀρθῶν καὶ σῴζων τὰς πόλεις, Πινδ. Ο. 2. 14, πρβλ. ἐρυσίπολις, σῳζόπολις. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ, upholding the city, Pi.O.2.7, BCH23.302 (Termessus).
German (Pape)
[Seite 375] Städte aufrecht erhaltend, lenkend, Pind. Ol. 2, 8.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
qui dirige sagement la Cité.
Étymologie: ὀρθός, πόλις.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ τῇ ἑαυτοῦ δικαιοσύνῃ ὀρθῶν καὶ σῴζων τὰς πόλεις, Πινδ. Ο. 2. 14, πρβλ. ἐρυσίπολις, σῳζόπολις.
English (Slater)
ὀρθόπολις m. adj., who makes the city secure (cf. Williger, Sprachl. Unters., 11̆{3}) Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων ἄωτον ὀρθόπολιν (O. 2.7)
Greek Monolingual
ὀρθόπολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που ανορθώνει και διασώζει τις πόλεις με τη δικαιοσύνη του, αυτός που διοικεί ορθά και δίκαια την πόλη.
Greek Monotonic
ὀρθόπολις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που ανορθώνει, που σώζει την πόλη, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθόπολις: εως adj. правящий государством или городом Pind.
Middle Liddell
ὀρθό-πολις, εως,
upholding the city, Pind.