εὔφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔφωνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[прекрасно поющий]], [[сладкогласный]] ([[Πιερίδες]] Pind.; [[χορός]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[благозвучный]] ([[λύρα]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[оглашаемый или сопровождающийся красивым пением]] (θαλίαι Pind.);<br /><b class="num">4)</b> [[громогласный]], [[одаренный громким голосом]] ([[κηρύκαινα]] Arph.; ἐξάγγελοι τῶν πράξεων Plut.).
|elrutext='''εὔφωνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[прекрасно поющий]], [[сладкогласный]] ([[Πιερίδες]] Pind.; [[χορός]] Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[благозвучный]] ([[λύρα]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[оглашаемый или сопровождающийся красивым пением]] (θαλίαι Pind.);<br /><b class="num">4</b> [[громогласный]], [[одаренный громким голосом]] ([[κηρύκαινα]] Arph.; ἐξάγγελοι τῶν πράξεων Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφωνος Medium diacritics: εὔφωνος Low diacritics: εύφωνος Capitals: ΕΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: eúphōnos Transliteration B: euphōnos Transliteration C: eyfonos Beta Code: eu)/fwnos

English (LSJ)

ον, A sweet-voiced, musical, Πιερίδες Pi.I.1.64; χορός A.Ag.1187; sweet-toned, λύρα Arist. Metaph.1019b15; τὸ βαρὺ ἀπὸ τοῦ ὀξέος εὐφωνότερον Id.Pr.920a23; εὔφωνοι θαλίαι = accompanied with sweet songs, Pi.P.1.38. 2 loud-voiced, of a herald, Ar.Ec.713, X.HG2.4.20, cf. D.19.126; οἱ εὐφωνότατοι Hdn.2.6.4. 3 euphonious, Democr.18b, D.H.Comp.12, Demetr. Eloc.70; εὐφωνότατον τὸ ᾱ D.H.Comp.14. 4 Adv. εὐφώνως Poll. 2.113: Comp. εὐφωνοτέρως Demetr. Eloc.255; εὐφωνότερον Plu.2.1132b: Sup. εὐφωνότατα, ᾄδειν Philostr.VA4.42.

German (Pape)

[Seite 1108] mit schöner, starker Stimme, wohltönend; Πιερίδες Pind. I. 1, 64; θαλίαι P. 1, 38; χορός Aesch. Ag. 1160; κηρύκαινα Ar. Eccl. 713; κήρυξ Xen. Hell. 2, 4, 20; vom Redner, Dem. 18, 225 u. Sp.; – εὐφωνότατα βοᾶν Luc.; ᾆσαι Philostr.; – εὐφωνοτέρως, Dem. Phal. 267.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a une belle ou forte voix;
2 harmonieux.
Étymologie: εὖ, φωνή.

English (Slater)

εὔφωνος, -ον tuneful σὺν εὐφώνοις θαλίαις (P. 1.38) εὐφώνων Πιερίδων (I. 1.64)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔφωνος, -ον και εὐφωνής, -ές)
1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος
2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῦσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (για λύρα) αυτός που αποδίδει γλυκύ τόνο
2. (φρ). «εὔφωνοι θαλίαι» — συμπόσια με καλλίφωνα άσματα
3. αυτός που συμβάλλει στην ευφωνία, ο ευφωνικός.
επίρρ...
ευφώνως και εύφωνα (Α εὐφώνως)
1. με γλυκιά φωνή, με μουσικό τόνο («Θάμυριν εὐφωνότερον καὶ ἐμμελέστερον πάντων τῶν τότε ᾆσαι», Πλούτ.)
2. κολακευτικά
3. ευφωνικά
4. εύγλωττα, εκφραστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φωνος (< φωνή), πρβλ. άφωνος, καλλίφωνος, ομόφωνος].

Greek Monotonic

εὔφωνος: -ον (φωνή),·
1. γλυκόφωνος, μουσικός, μελωδικός, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. βροντόφωνος, λέγεται για κήρυκα, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

εὔφωνος:
1 прекрасно поющий, сладкогласный (Πιερίδες Pind.; χορός Aesch.);
2 благозвучный (λύρα Arst.);
3 оглашаемый или сопровождающийся красивым пением (θαλίαι Pind.);
4 громогласный, одаренный громким голосом (κηρύκαινα Arph.; ἐξάγγελοι τῶν πράξεων Plut.).

Middle Liddell

φωνή
1. sweet-voiced, musical, Pind., Aesch.
2. loud-voiced, of a herald, Xen., Dem.

English (Woodhouse)

melodious, having a fine voice

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)