κρύφα: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kru/fa
|Beta Code=kru/fa
|Definition=[ῠ], Adv., (κρύπτω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κρύβδα]], [[without the knowledge of]], c. gen., <span class="bibl">Th.1.101</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> abs., [[secretly]], <span class="bibl">Aen.Tact.2.4</span>; [[by ballot]], <span class="bibl">Th. 4.88</span>; [[obscurely]], κ. καὶ δι' αἰνιγμάτων Plu.2.1125e.</span>
|Definition=[ῠ], Adv., (κρύπτω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κρύβδα]], [[without the knowledge of]], c. gen., <span class="bibl">Th.1.101</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> abs., [[secretly]], <span class="bibl">Aen.Tact.2.4</span>; [[by ballot]], <span class="bibl">Th. 4.88</span>; [[obscurely]], κ. καὶ δι' αἰνιγμάτων Plu.2.1125e.</span>
}}
{{bailly
|btext=<i>adv. et prép.</i><br />secrètement, en cachette : τινος, de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρύφᾰ''': Ἐπίρρ. ([[κρύπτω]]) = [[κρύβδα]], κρυφά, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ εἰξεύρῃ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς, μετὰ γεν., Θουκ. 1. 101, Πλούτ. 2. 1125Ε. 2) ἀπολ., μυστικῶς, κρυφίως, Θουκ. 4. 88.
|lstext='''κρύφᾰ''': Ἐπίρρ. ([[κρύπτω]]) = [[κρύβδα]], κρυφά, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ εἰξεύρῃ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς, μετὰ γεν., Θουκ. 1. 101, Πλούτ. 2. 1125Ε. 2) ἀπολ., μυστικῶς, κρυφίως, Θουκ. 4. 88.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv. et prép.</i><br />secrètement, en cachette : τινος, de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 22:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύφᾰ Medium diacritics: κρύφα Low diacritics: κρύφα Capitals: ΚΡΥΦΑ
Transliteration A: krýpha Transliteration B: krypha Transliteration C: kryfa Beta Code: kru/fa

English (LSJ)

[ῠ], Adv., (κρύπτω) A = κρύβδα, without the knowledge of, c. gen., Th.1.101. 2 abs., secretly, Aen.Tact.2.4; by ballot, Th. 4.88; obscurely, κ. καὶ δι' αἰνιγμάτων Plu.2.1125e.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
secrètement, en cachette : τινος, de qqn.
Étymologie: κρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφᾰ: Ἐπίρρ. (κρύπτω) = κρύβδα, κρυφά, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ εἰξεύρῃ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς, μετὰ γεν., Θουκ. 1. 101, Πλούτ. 2. 1125Ε. 2) ἀπολ., μυστικῶς, κρυφίως, Θουκ. 4. 88.

English (Slater)

κρῠφᾱ
   1 secretly ἔννεπε κρυφᾷ τις (O. 1.47) νεκρὸν ἵππον στυγέοισιν λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι (Boeckh: κρύφα codd.) fr. 203. 2.
κρῠφᾰ secretly αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν (N. 9.33)

Greek Monolingual

κρύφα (AM)
επίρρ. χωρίς να το γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.)
αρχ.
1. μυστικά
2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι' αἰνιγμάτων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ- του κρύπτω (πρβλ. -κρύφθ-ην). Πιθ. να σχηματίστηκε κατά το επίρρ. σάφα «σαφώς, βεβαίως, ασφαλώς»].

Greek Monotonic

κρύφᾰ: επίρρ., = κρύβδα, χωρίς τη γνώση του, με γεν., σε Θουκ.· απόλ. κρυφά, μυστικά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κρύφᾰ: (ῠ) adv. Thuc., Plut. = κρύβδα I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρύφα [κρύπτω] adv., in het geheim:; κρύφα διαψηφισάμενοι in een geheime stemming Thuc. 4.88.1; met gen.: buiten medeweten van.

Middle Liddell

= κρύβδα,]
without the knowledge of, c. gen., Thuc.: absol. secretly, Thuc.

English (Woodhouse)

secretly, by stealth, unknown to, unobserved by, unperceived by, unseen by, without the knowledge of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)