κελαινώπας: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kelainw/pas | |Beta Code=kelainw/pas | ||
|Definition=α, ὁ, (ὤψ) [[black-faced]]: hence, [[gloomy]], θυμός <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span> 955</span> (lyr.):—fem. κελαιν-ῶπις νεφέλα <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.7</span>:—also κελαιν-ωπός, ή, όν, Hdn. Gr.<span class="bibl">1.188</span>. | |Definition=α, ὁ, (ὤψ) [[black-faced]]: hence, [[gloomy]], θυμός <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span> 955</span> (lyr.):—fem. κελαιν-ῶπις νεφέλα <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.7</span>:—also κελαιν-ωπός, ή, όν, Hdn. Gr.<span class="bibl">1.188</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α;<br /><i>adj. m. dor.</i><br />à l'aspect sombre, impénétrable.<br />'''Étymologie:''' [[κελαινός]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κελαινώπας''': α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, [[μέλας]], [[φοβερός]], θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ [[δόλιος]] θυμὸς ἢ καὶ [[βαθυγνώμων]]») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10. | |lstext='''κελαινώπας''': α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, [[μέλας]], [[φοβερός]], θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ [[δόλιος]] θυμὸς ἢ καὶ [[βαθυγνώμων]]») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:43, 1 October 2022
English (LSJ)
α, ὁ, (ὤψ) black-faced: hence, gloomy, θυμός S.Aj. 955 (lyr.):—fem. κελαιν-ῶπις νεφέλα Pi.P.1.7:—also κελαιν-ωπός, ή, όν, Hdn. Gr.1.188.
French (Bailly abrégé)
α;
adj. m. dor.
à l'aspect sombre, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, ὤψ.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινώπας: α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, μέλας, φοβερός, θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ δόλιος θυμὸς ἢ καὶ βαθυγνώμων») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10.
Greek Monolingual
κελαινώπας, ὁ, θηλ. κελαινῶπις (Α)
1. αυτός που έχει σκοτεινή όψη
2. μτφ. φοβερός, άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ώπας / ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. ασκαλ-ώπας / γλαυκ-ῶπις].
Greek Monotonic
κελαινώπας: -α, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, μελαψός, ζοφερός, ανήλιαγος, σε Σοφ.· θηλ. κελαινῶπις, σε Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαινώπας -α [κελαινός, ὤψ] Dor., met donker gezicht, somber:. κελαινώπας θυμός somber gemoed Soph. Ai. 955.
Middle Liddell
[ὤψ]
black-faced, swarthy, gloomy, Soph.: fem., κελαινῶπις Pind.