πέρατος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0563.png Seite 563]] am entgegengesetzten Ende, jenseitig. Gew. im fem. ἡ [[περάτη]], sc. [[χώρα]] oder γῆ, das Land oder die Gegend, bes. die Himmelsgegend gegenüber, vorzugsweise der Morgen-, od. Abendhimmel, νύκτα μὲν ἐν περάτῃ δολιχὴν σχέθε, Od. 23, 243; περάτης εἰς [[οὔρεα]] γαίης, Ap. Rh. 2, 1090, u. an das homerische erinnernd ἠὼς ἐκ περάτης ἀνιοῦσα, 1, 1281; Schol. erkl. geradezu [[ἀνατολή]] u. führt noch an, daß Andere darunter τὸ ὑπὸ γῆν [[ἡμισφαίριον]] verstehen, wie es Arat. braucht, 499; bei Callim. Del.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0563.png Seite 563]] am entgegengesetzten Ende, jenseitig. Gew. im fem. ἡ [[περάτη]], sc. [[χώρα]] oder γῆ, das Land oder die Gegend, bes. die Himmelsgegend gegenüber, vorzugsweise der Morgen-, od. Abendhimmel, νύκτα μὲν ἐν περάτῃ δολιχὴν σχέθε, Od. 23, 243; περάτης εἰς [[οὔρεα]] γαίης, Ap. Rh. 2, 1090, u. an das homerische erinnernd ἠὼς ἐκ περάτης ἀνιοῦσα, 1, 1281; Schol. erkl. geradezu [[ἀνατολή]] u. führt noch an, daß Andere darunter τὸ ὑπὸ γῆν [[ἡμισφαίριον]] verstehen, wie es Arat. braucht, 499; bei Callim. Del.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />situé tout au bout, à l'extrémité du monde ; <i>particul.</i> ἡ [[περάτη]] ([[γῆ]]) bout du monde, extrémité de l'horizon vers le couchant.<br />'''Étymologie:''' [[πέρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πέρᾰτος''': -η, -ον, ([[πέρα]]) ὁ [[ἀπέναντι]] κείμενος· -ὡς οὐσιαστ. [[περάτη]] (ἐξυπ. [[χώρα]]), ἡ [[ἀπέναντι]] κειμένη, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς δύσεως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀνατολήν, Ἠώς, Ὀδ. Ψ. 243 ([[ἔνθα]] ἴδε Εὐστ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1281· ἀλλὰ καὶ τἀνάπαλιν, ἡ [[περάτη]], ἡ [[ἀνατολή]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 169· παρ’ Ἀράτ. 499, τὸ κατώτερον (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνώτερον) [[ἡμισφαίριον]].
|lstext='''πέρᾰτος''': -η, -ον, ([[πέρα]]) ὁ [[ἀπέναντι]] κείμενος· -ὡς οὐσιαστ. [[περάτη]] (ἐξυπ. [[χώρα]]), ἡ [[ἀπέναντι]] κειμένη, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς δύσεως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀνατολήν, Ἠώς, Ὀδ. Ψ. 243 ([[ἔνθα]] ἴδε Εὐστ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1281· ἀλλὰ καὶ τἀνάπαλιν, ἡ [[περάτη]], ἡ [[ἀνατολή]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 169· παρ’ Ἀράτ. 499, τὸ κατώτερον (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνώτερον) [[ἡμισφαίριον]].
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />situé tout au bout, à l'extrémité du monde ; <i>particul.</i> ἡ [[περάτη]] ([[γῆ]]) bout du monde, extrémité de l'horizon vers le couchant.<br />'''Étymologie:''' [[πέρα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 07:40, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 563] am entgegengesetzten Ende, jenseitig. Gew. im fem. ἡ περάτη, sc. χώρα oder γῆ, das Land oder die Gegend, bes. die Himmelsgegend gegenüber, vorzugsweise der Morgen-, od. Abendhimmel, νύκτα μὲν ἐν περάτῃ δολιχὴν σχέθε, Od. 23, 243; περάτης εἰς οὔρεα γαίης, Ap. Rh. 2, 1090, u. an das homerische erinnernd ἠὼς ἐκ περάτης ἀνιοῦσα, 1, 1281; Schol. erkl. geradezu ἀνατολή u. führt noch an, daß Andere darunter τὸ ὑπὸ γῆν ἡμισφαίριον verstehen, wie es Arat. braucht, 499; bei Callim. Del.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
situé tout au bout, à l'extrémité du monde ; particul.περάτη (γῆ) bout du monde, extrémité de l'horizon vers le couchant.
Étymologie: πέρα.

Greek (Liddell-Scott)

πέρᾰτος: -η, -ον, (πέρα) ὁ ἀπέναντι κείμενος· -ὡς οὐσιαστ. περάτη (ἐξυπ. χώρα), ἡ ἀπέναντι κειμένη, μάλιστα ἐπὶ τῆς δύσεως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀνατολήν, Ἠώς, Ὀδ. Ψ. 243 (ἔνθα ἴδε Εὐστ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1281· ἀλλὰ καὶ τἀνάπαλιν, ἡ περάτη, ἡ ἀνατολή, Καλλ. εἰς Δῆλ. 169· παρ’ Ἀράτ. 499, τὸ κατώτερον (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνώτερον) ἡμισφαίριον.

Greek Monotonic

πέρᾰτος: -η, -ον (πέρα), στην απέναντι πλευρά· ως ουσ. περάτη (ενν. χώρα), η απέναντι χώρα ή επικράτεια, ιδίως λέγεται για τη δυτική αντίθ. προς την ανατολική, ἐν περάτῃ, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

πέρᾰτος, η, ον πέρα
on the opposite side:—as Subst., περάτη (sc. χώρἀ an opposite land or quarter, esp. of the west, as opp. to the east, ἐν περάτῃ Od.