πύξινος: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
m (Text replacement - "m’" to "m'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0818.png Seite 818]] von Buxbaumholz; [[ζυγόν]], Il. 24, 269; Theocr. 24, 108; αὐλοδόκος, [[κτείς]], Leon. Tac. 1. 5 (V, 206. VI, 211); auch dem Buxbaum an Farbe gleich, bleich, gelb, Philostr.; so nannten die Comiker den Chairephon, Schol. Ar. Vesp. 1399. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0818.png Seite 818]] von Buxbaumholz; [[ζυγόν]], Il. 24, 269; Theocr. 24, 108; αὐλοδόκος, [[κτείς]], Leon. Tac. 1. 5 (V, 206. VI, 211); auch dem Buxbaum an Farbe gleich, bleich, gelb, Philostr.; so nannten die Comiker den Chairephon, Schol. Ar. Vesp. 1399. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />fait de buis.<br />'''Étymologie:''' [[πύξος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πύξῐνος''': -η, -ον, ([[πύξος]]) ὁ ἐκ πύξου πεποιημένος, ζυγὸν Ἰλ. Ω. 269· [[ἔπειτα]] κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10, Θεόκρ, 24. 108· π. κτένα Ἀνθ. Π. 6. 211. II. [[κίτρινος]] ὡς τὸ [[ξύλον]] τῆς πύξου, Χαιρεφῶν ὁ π. Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 22, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1408, Φιλόστρ. 483, κτλ. | |lstext='''πύξῐνος''': -η, -ον, ([[πύξος]]) ὁ ἐκ πύξου πεποιημένος, ζυγὸν Ἰλ. Ω. 269· [[ἔπειτα]] κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10, Θεόκρ, 24. 108· π. κτένα Ἀνθ. Π. 6. 211. II. [[κίτρινος]] ὡς τὸ [[ξύλον]] τῆς πύξου, Χαιρεφῶν ὁ π. Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 22, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1408, Φιλόστρ. 483, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 08:49, 2 October 2022
English (LSJ)
η, ον, (πύξος) A made of boxwood, ζυγόν Il.24.269; πλαισίω (dual) IG12.373.203; κλίνη Pl.Com.34; πόδες κλίνης PGrenf.1.14.7 (ii B.C., cf. 2p.211); ἁλία Archipp.13; φόρμιγξ Theoc.24.110; κτένα AP6.211 (Leon.). 2 -ινον, τό, boxwood tablet, PGrenf.1.14.12 (ii B.C., pl.). II yellow as boxwood, Χαιρεφῶν ὁ π. Eup.239, cf. Philostr.VS1Praef., Sch.Ar.V.1399, etc.; pyxinum [collyrium], Cels. 6.6.25.
German (Pape)
[Seite 818] von Buxbaumholz; ζυγόν, Il. 24, 269; Theocr. 24, 108; αὐλοδόκος, κτείς, Leon. Tac. 1. 5 (V, 206. VI, 211); auch dem Buxbaum an Farbe gleich, bleich, gelb, Philostr.; so nannten die Comiker den Chairephon, Schol. Ar. Vesp. 1399.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de buis.
Étymologie: πύξος.
Greek (Liddell-Scott)
πύξῐνος: -η, -ον, (πύξος) ὁ ἐκ πύξου πεποιημένος, ζυγὸν Ἰλ. Ω. 269· ἔπειτα κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10, Θεόκρ, 24. 108· π. κτένα Ἀνθ. Π. 6. 211. II. κίτρινος ὡς τὸ ξύλον τῆς πύξου, Χαιρεφῶν ὁ π. Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 22, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1408, Φιλόστρ. 483, κτλ.
English (Autenrieth)
(πύξος): of box-wood, Il. 24.269†.
Greek Monolingual
-η, -ο / πύξινος, -ίνη, -ον, ΝΑ, και πυξίνεος, -έα, -ον, Α
ο κατασκευασμένος από ξύλο πύξου («πυξίνη φόρμιγξ», Θεόκρ.)
αρχ.
1. κίτρινος όπως το ξύλο της πύξου, ωχρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύξινον
πινακίδα από πύξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος και -ίνεος (παρεκτεταμένη μορφή της -ινος), πρβλ. κέδρ-ινος και κεδρ-ίνεος].
Greek Monotonic
πύξῐνος: -η, -ον (πύξος), φτιαγμένος από ξύλο θάμνου (πύξου), σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πύξῐνος: самшитовый, буксовый (ζυγόν Hom.; κτείς Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πύξινος -η -ον [πύξος, Lat. buxus, ‘buksboom'] f. Ion. πυξινέη, van bukshout.