θωρακεῖον: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1230.png Seite 1230]] τό, Brustwehr, Bollwerk; Aesch. Spt. 32; VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1230.png Seite 1230]] τό, Brustwehr, Bollwerk; Aesch. Spt. 32; VLL. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />mantelet <i>ou</i> défense d'un rempart.<br />'''Étymologie:''' [[θώραξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θωρᾱκεῖον''': τό, = [[θωράκιον]] ΙΙ, θώραξ, [[τεῖχος]], Αἰσχύλ. Θήβ. 32, Συλλ. Ἐπιγρ. 3278, κ. ἀλλ. | |lstext='''θωρᾱκεῖον''': τό, = [[θωράκιον]] ΙΙ, θώραξ, [[τεῖχος]], Αἰσχύλ. Θήβ. 32, Συλλ. Ἐπιγρ. 3278, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:05, 1 October 2022
English (LSJ)
τό,= A θωράκιον ΙΙ, breastwork, parapet, or dwarf-wall of an enclosure, A.Th.32, IG22.463.86, IGRom.4.293ai39 (Pergam., ii B.C.), 1465,1474 (Smyrna), D.S.17.44 (v.l. -ίοις); the breast-high part of a wall-surface, ἵνα γραφῇ… θ. ὀροβοειδές PCair.Zen.445 (iii B.C.). 2 gunwale of a trireme, IG22.1604.31. II cuirass, PCair. Zen.14.12 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1230] τό, Brustwehr, Bollwerk; Aesch. Spt. 32; VLL.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mantelet ou défense d'un rempart.
Étymologie: θώραξ.
Greek (Liddell-Scott)
θωρᾱκεῖον: τό, = θωράκιον ΙΙ, θώραξ, τεῖχος, Αἰσχύλ. Θήβ. 32, Συλλ. Ἐπιγρ. 3278, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
θωρακεῖον, τὸ (Α) θώραξ
1. (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό τείχος, προπέτασμα, θώρακας, θωράκιο
2. (για επιφάνεια τοίχου) τμήμα που φθάνει στο ύψος του στήθους
3. (για τριήρη) κουπαστή
4. ακρόπρωρο, διακοσμητικό σύμβολο ή μορφή στην πλώρη τών πλοίων
5. θώρακας πανοπλίας
6. μικρός θώρακας.
Greek Monotonic
θωρᾱκεῖον: τό, = θώραξ III, εξωτερικό τείχος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θωρᾱκεῖον: τό бруствер, защитная насыпь, вал Aesch.