ὑπόβαθρον: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1210.png Seite 1210]] τό, Alles, was man unterstellt oder untersetzt, Grundlage, Fundament, Fußbank, Sp.; auch Fußteppich, wie man erkl. Xen. Mem. 2, 1, 30 οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰ [[ὑπόβαθρα]] ταῖς κλίναις παρασκευάζεις.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1210.png Seite 1210]] τό, Alles, was man unterstellt oder untersetzt, Grundlage, Fundament, Fußbank, Sp.; auch Fußteppich, wie man erkl. Xen. Mem. 2, 1, 30 οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰ [[ὑπόβαθρα]] ταῖς κλίναις παρασκευάζεις.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />support ; <i>au pl.</i> τὰ ὑπόβαθρα traverses diagonales en bois pour servir de support à un lit.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βάθρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόβαθρον''': τό, πᾶν τό [[ὑποκάτω]] τιθέμενον ἢ κείμενον, βάσις· 1) [[ὑποπόδιον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6, Ἀππ. Καρχηδ. 111, Διογ. Λ. 1. 194. 2) ὁ ὑπὸ τὸ ἀνάκλιντρον [[ξύλινος]] [[σκελετός]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 30, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 114, Matth., πρβλ. [[αὐτόθι]] 170, 172. 3) ἐπὶ τῆς τρόπιδος πλοίου, Γαλην. τ. 5, σ. 338.
|lstext='''ὑπόβαθρον''': τό, πᾶν τό [[ὑποκάτω]] τιθέμενον ἢ κείμενον, βάσις· 1) [[ὑποπόδιον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6, Ἀππ. Καρχηδ. 111, Διογ. Λ. 1. 194. 2) ὁ ὑπὸ τὸ ἀνάκλιντρον [[ξύλινος]] [[σκελετός]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 30, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 114, Matth., πρβλ. [[αὐτόθι]] 170, 172. 3) ἐπὶ τῆς τρόπιδος πλοίου, Γαλην. τ. 5, σ. 338.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />support ; <i>au pl.</i> τὰ ὑπόβαθρα traverses diagonales en bois pour servir de support à un lit.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βάθρον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:24, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόβαθρον Medium diacritics: ὑπόβαθρον Low diacritics: υπόβαθρον Capitals: ΥΠΟΒΑΘΡΟΝ
Transliteration A: hypóbathron Transliteration B: hypobathron Transliteration C: ypovathron Beta Code: u(po/baqron

English (LSJ)

τό, A anything put under, a base: 1 footstool, Thphr.HP5.7.6, App.Pun.111, D.L.1.94; ὑ. νυμφικά IG22.1485.54. 2 a wooden framework to support a couch, a kind of rocking apparatus, X.Mem.2.1.30, Antyll. ap. Orib.6.23.3, Anon. ap. Stob.4.31.84. 3 keel of a ship, prob. for ὑποβάραθρον in Gal.19.169. 4 step, δἰ ὑποβάθρων Lyd.Mag.2.11, 3.41.

German (Pape)

[Seite 1210] τό, Alles, was man unterstellt oder untersetzt, Grundlage, Fundament, Fußbank, Sp.; auch Fußteppich, wie man erkl. Xen. Mem. 2, 1, 30 οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰ ὑπόβαθρα ταῖς κλίναις παρασκευάζεις.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
support ; au pl. τὰ ὑπόβαθρα traverses diagonales en bois pour servir de support à un lit.
Étymologie: ὑπό, βάθρον.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόβαθρον: τό, πᾶν τό ὑποκάτω τιθέμενον ἢ κείμενον, βάσις· 1) ὑποπόδιον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6, Ἀππ. Καρχηδ. 111, Διογ. Λ. 1. 194. 2) ὁ ὑπὸ τὸ ἀνάκλιντρον ξύλινος σκελετός, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 30, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 114, Matth., πρβλ. αὐτόθι 170, 172. 3) ἐπὶ τῆς τρόπιδος πλοίου, Γαλην. τ. 5, σ. 338.

Greek Monotonic

ὑπόβαθρον: τό, οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από βάση, σκελετός, υποδομή στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη συσκευή, μηχάνημα ή αιώρημα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόβαθρον: τό подставка, подпора, основание Xen., Diog. L.

Middle Liddell

ὑπό-βαθρον, ου, τό,
anything put under: a framework to support a couch, a rocking apparatus, Xen.