συνθεσία: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunqesi/a
|Beta Code=sunqesi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[σύνθεσις]] 111, mostly in plural, [[covenant]], [[treaty]], <b class="b3">πῇ δὴ συνθεσίαι . .</b>; <span class="bibl">Il.2.339</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.340</span>, etc.: also in sg., <span class="bibl">Id.4.340</span>, al., Epic.<span class="title">Oxy.</span>214r.13; <b class="b3">περὶ συνθεσίης</b> for a [[wager]], Posidipp. ap. <span class="bibl">Ath.10.412e</span> (<b class="b3">καίπερ σ</b>. codd.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">οὐδ' . . ἐλήθετο συνθεσιάων</b> nor did he forget the [[instructions]], <span class="bibl">Il.5.319</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Medic., = [[continuatio]], Gloss.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[σύνθεσις]] 111, mostly in plural, [[covenant]], [[treaty]], <b class="b3">πῇ δὴ συνθεσίαι . .</b>; <span class="bibl">Il.2.339</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.340</span>, etc.: also in sg., <span class="bibl">Id.4.340</span>, al., Epic.<span class="title">Oxy.</span>214r.13; <b class="b3">περὶ συνθεσίης</b> for a [[wager]], Posidipp. ap. <span class="bibl">Ath.10.412e</span> (<b class="b3">καίπερ σ</b>. codd.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">οὐδ' . . ἐλήθετο συνθεσιάων</b> nor did he forget the [[instructions]], <span class="bibl">Il.5.319</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Medic., = [[continuatio]], Gloss.</span>
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> convention, pacte;<br /><b>2</b> instructions, ordres.<br />'''Étymologie:''' [[συντίθημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνθεσία''': ἡ, = [[σύνθεσις]]· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ συνθῆκαι, [[συμφωνία]], [[σύμβασις]], [[συνθήκη]], πῇ δὴ συνθεσίαι…; Ἰλ. Β. 339· οὐδ’… ἐλήθετο συνθεσιάων, οὐδ’ ἐλησμόνησε τὰς παραγγελίας, Ε. 319· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 340, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ.· περὶ συνθεσίης, ἐπὶ στοιχήματος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 412Ε. ― Πρβλ. [[σύνθεσις]] ΙΙΙ, [[συνθήκη]] ΙΙ, [[συνημοσύνη]].
|lstext='''συνθεσία''': ἡ, = [[σύνθεσις]]· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ συνθῆκαι, [[συμφωνία]], [[σύμβασις]], [[συνθήκη]], πῇ δὴ συνθεσίαι…; Ἰλ. Β. 339· οὐδ’… ἐλήθετο συνθεσιάων, οὐδ’ ἐλησμόνησε τὰς παραγγελίας, Ε. 319· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 340, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ.· περὶ συνθεσίης, ἐπὶ στοιχήματος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 412Ε. ― Πρβλ. [[σύνθεσις]] ΙΙΙ, [[συνθήκη]] ΙΙ, [[συνημοσύνη]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> convention, pacte;<br /><b>2</b> instructions, ordres.<br />'''Étymologie:''' [[συντίθημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:32, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθεσία Medium diacritics: συνθεσία Low diacritics: συνθεσία Capitals: ΣΥΝΘΕΣΙΑ
Transliteration A: synthesía Transliteration B: synthesia Transliteration C: synthesia Beta Code: sunqesi/a

English (LSJ)

ἡ, A = σύνθεσις 111, mostly in plural, covenant, treaty, πῇ δὴ συνθεσίαι . .; Il.2.339, cf. A.R.1.340, etc.: also in sg., Id.4.340, al., Epic.Oxy.214r.13; περὶ συνθεσίης for a wager, Posidipp. ap. Ath.10.412e (καίπερ σ. codd.). 2 οὐδ' . . ἐλήθετο συνθεσιάων nor did he forget the instructions, Il.5.319. II Medic., = continuatio, Gloss.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 convention, pacte;
2 instructions, ordres.
Étymologie: συντίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

συνθεσία: ἡ, = σύνθεσις· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ συνθῆκαι, συμφωνία, σύμβασις, συνθήκη, πῇ δὴ συνθεσίαι…; Ἰλ. Β. 339· οὐδ’… ἐλήθετο συνθεσιάων, οὐδ’ ἐλησμόνησε τὰς παραγγελίας, Ε. 319· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 340, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ.· περὶ συνθεσίης, ἐπὶ στοιχήματος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 412Ε. ― Πρβλ. σύνθεσις ΙΙΙ, συνθήκη ΙΙ, συνημοσύνη.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συνθεσίη, ἡ, Α
1. συναρμογή, αρμός
2. συνέχεια
3. στοίχημα
4. στον πληθ. αἱ συνθεσίαι
α) συνθήκες, συμφωνίες
β) εντολές ή συμβουλές («οὐδ' υἱὸς Καπανῆος ἐλήθετο συνθεσιάων τάων», Ομ, Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθεσις, κατά τα θηλ. σε -ία].

Greek Monotonic

συνθεσία: ἡ (συντίθημι), κατά κανόνα στον πληθ., όπως το συνθῆκαι· σύμβαση, συνθήκη, σύμφωνο, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. γεν. πληθ., συνθεσιάων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνθεσία: ион. συνθεσίη ἡ pl.
1) соглашение, условие или обет Hom.;
2) указание, наставление Hom.

Middle Liddell

συνθεσία, ἡ, συντίθημι
mostly in plural, like συνθῆκαι, a covenant, treaty, Il.; epic gen. pl. συνθεσιάων Il.