καλαπόδι: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpen |wketx=$3 }}$4") |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|mltxt=το (AM [[καλαπόδιον]], Μ και [[καλαπόδι]](ν))<br />ξύλινο [[ομοίωμα]] του [[κάτω]] μέρους του ποδιού, [[πάνω]] στο οποίο οι υποδηματοποιοί κατασκευάζουν τα παπούτσια ή το οποίο χρησιμοποιούν για [[φάρδεμα]] παπουτσιών<br /><b>2.</b> ξύλινο [[ομοίωμα]] του [[κάτω]] μέρους του ποδιού το οποίο τοποθετείται [[μέσα]] σε παπούτσια για να διατηρεί το [[δέρμα]] τεντωμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. της λ. [[καλάπους]]. Από τις [[καλόπους]], [[καλάπους]] (<span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]) «ξύλινο [[πόδι]]» [[καθώς]] και από τα υποκοριστικά τους [[καλοπόδιον]], [[καλαπόδι]](<i>ον</i>) προέρχονται τ. τών ανατολικών γλωσσών ως δάνειοι, π.χ.: αραβ. <i>q</i><i>ā</i><i>lib</i> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kalip</i> (απ' όπου η λ. [[καλούπι]] ως αντιδάνειο), περσ. <i>kalbud</i>]. | |mltxt=το (AM [[καλαπόδιον]], Μ και [[καλαπόδι]](ν))<br />ξύλινο [[ομοίωμα]] του [[κάτω]] μέρους του ποδιού, [[πάνω]] στο οποίο οι υποδηματοποιοί κατασκευάζουν τα παπούτσια ή το οποίο χρησιμοποιούν για [[φάρδεμα]] παπουτσιών<br /><b>2.</b> ξύλινο [[ομοίωμα]] του [[κάτω]] μέρους του ποδιού το οποίο τοποθετείται [[μέσα]] σε παπούτσια για να διατηρεί το [[δέρμα]] τεντωμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. της λ. [[καλάπους]]. Από τις [[καλόπους]], [[καλάπους]] (<span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]) «ξύλινο [[πόδι]]» [[καθώς]] και από τα υποκοριστικά τους [[καλοπόδιον]], [[καλαπόδι]](<i>ον</i>) προέρχονται τ. τών ανατολικών γλωσσών ως δάνειοι, π.χ.: αραβ. <i>q</i><i>ā</i><i>lib</i> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kalip</i> (απ' όπου η λ. [[καλούπι]] ως αντιδάνειο), περσ. <i>kalbud</i>]. | ||
}} | }} | ||
= | {{wkpen | ||
[[File:PikiWiki Israel 13497 shoe trees.JPG|thumb|A pair of wooden lasts.]] | |wketx=[[File:PikiWiki Israel 13497 shoe trees.JPG|thumb|A pair of wooden lasts.]] | ||
A [[last]] is a mechanical form shaped like a human foot. It is used by shoemakers and cordwainers in the manufacture and repair of shoes. Lasts typically come in pairs and have been made from various materials, including hardwoods, cast iron, and high-density plastics. | A [[last]] is a mechanical form shaped like a human foot. It is used by shoemakers and cordwainers in the manufacture and repair of shoes. Lasts typically come in pairs and have been made from various materials, including hardwoods, cast iron, and high-density plastics. | ||
}} | |||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Bulgarian: калъп; Danish: læst; Dutch: [[leest]]; Finnish: lesti; French: [[forme]]; German: [[Leisten]]; Greek: [[καλαπόδι]]; Ancient Greek: [[καλάπους]], [[καλόπους]]; Hindi: जूते बनाने का फर्म; Hungarian: kaptafa; Italian: [[forma]]; Latin: [[mustricula]]; Luxembourgish: Leescht; Persian: قالب کفش, خهل, تولبره; Polish: kopyto; Portuguese: [[forma]]; Romanian: formă; Russian: [[колодка]]; Scottish Gaelic: ceap; Spanish: [[horma]]; Swedish: läst | |trtx=Bulgarian: калъп; Danish: læst; Dutch: [[leest]]; Finnish: lesti; French: [[forme]]; German: [[Leisten]]; Greek: [[καλαπόδι]]; Ancient Greek: [[καλάπους]], [[καλόπους]]; Hindi: जूते बनाने का फर्म; Hungarian: kaptafa; Italian: [[forma]]; Latin: [[mustricula]]; Luxembourgish: Leescht; Persian: قالب کفش, خهل, تولبره; Polish: kopyto; Portuguese: [[forma]]; Romanian: formă; Russian: [[колодка]]; Scottish Gaelic: ceap; Spanish: [[horma]]; Swedish: läst |
Latest revision as of 11:35, 13 October 2022
Greek Monolingual
το (AM καλαπόδιον, Μ και καλαπόδι(ν))
ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού, πάνω στο οποίο οι υποδηματοποιοί κατασκευάζουν τα παπούτσια ή το οποίο χρησιμοποιούν για φάρδεμα παπουτσιών
2. ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού το οποίο τοποθετείται μέσα σε παπούτσια για να διατηρεί το δέρμα τεντωμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. καλάπους. Από τις καλόπους, καλάπους (< κᾶλον + πούς) «ξύλινο πόδι» καθώς και από τα υποκοριστικά τους καλοπόδιον, καλαπόδι(ον) προέρχονται τ. τών ανατολικών γλωσσών ως δάνειοι, π.χ.: αραβ. qālib < τουρκ. kalip (απ' όπου η λ. καλούπι ως αντιδάνειο), περσ. kalbud].
Wikipedia EN
A last is a mechanical form shaped like a human foot. It is used by shoemakers and cordwainers in the manufacture and repair of shoes. Lasts typically come in pairs and have been made from various materials, including hardwoods, cast iron, and high-density plastics.
Translations
Bulgarian: калъп; Danish: læst; Dutch: leest; Finnish: lesti; French: forme; German: Leisten; Greek: καλαπόδι; Ancient Greek: καλάπους, καλόπους; Hindi: जूते बनाने का फर्म; Hungarian: kaptafa; Italian: forma; Latin: mustricula; Luxembourgish: Leescht; Persian: قالب کفش, خهل, تولبره; Polish: kopyto; Portuguese: forma; Romanian: formă; Russian: колодка; Scottish Gaelic: ceap; Spanish: horma; Swedish: läst
ca: formó; cs: ševcovské kopyto; cv: атă-пушмак калăпĕ; da: læst; de: Leisten; en: last; eo: ŝuformilo; es: horma; et: kingaliist; eu: orkoi; fi: lesti; fr: forme à monter; hu: kaptafa; lb: leescht; nl: leest; nn: leist; no: skomakerlest;: kopyto szewskie; ru: обувная колодка; sv: läst; uk: взуттєва колодка; zh: 鞋楦