ἀθυρόγλωττος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=([[ἀθυρόγλωσσος|ἀθῠρόγλωσσος]]) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀθυρόγλωττος]] Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.10.10, 26.17.4, Eust.723.51, Sud.s.u. [[ἀλογέω|ἀλογεῖν]]<br /><b class="num">1</b> [[charlatán]], [[gárrulo]], [[ἀνήρ]] τις E.<i>Or</i>.903, cf. Poll.2.109, <i>AP</i> 16.132 (Theodorid.), Clem.Al.<i>Strom</i>.7.7.44, de Cicerón, D.C.46.18.4, τόλμη Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.17.4, πόρναις δὲ καὶ ἀθυρογλώττοις [[ὁμοδίαιτος]] ὑπάρχειν Sud.l.c.<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀθυρόγλωσσον]] = [[la garrulería]] Eust.l.c.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀθυρογλώττως]] = [[gárrulamente]], [[ἀθυρογλώττως]] βλασφημοῦντες Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.10.10.
|dgtxt=([[ἀθυρόγλωσσος|ἀθῠρόγλωσσος]]) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀθυρόγλωττος]] Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.10.10, 26.17.4, Eust.723.51, Sud.s.u. [[ἀλογέω|ἀλογεῖν]]<br /><b class="num">1</b> [[charlatán]], [[gárrulo]], [[ἀνήρ]] τις E.<i>Or</i>.903, cf. Poll.2.109, <i>AP</i> 16.132 (Theodorid.), Clem.Al.<i>Strom</i>.7.7.44, de Cicerón, D.C.46.18.4, τόλμη Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.17.4, πόρναις δὲ καὶ ἀθυρογλώττοις [[ὁμοδίαιτος]] ὑπάρχειν Sud.l.c.<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀθυρόγλωσσον]] = [[la garrulería]] Eust.l.c.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀθυρογλώττως]] = [[gárrulamente]], [[ἀθυρογλώττως]] βλασφημοῦντες Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.10.10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d'une langue sans frein, bavard impénitent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυρος]], [[γλῶττα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθῠρόγλωττος''': -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ [[στόμα]] κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων [[στόμα]] ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.
|lstext='''ἀθῠρόγλωττος''': -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ [[στόμα]] κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων [[στόμα]] ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d'une langue sans frein, bavard impénitent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυρος]], [[γλῶττα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθῠρόγλωττος Medium diacritics: ἀθυρόγλωττος Low diacritics: αθυρόγλωττος Capitals: ΑΘΥΡΟΓΛΩΤΤΟΣ
Transliteration A: athyróglōttos Transliteration B: athyroglōttos Transliteration C: athyroglottos Beta Code: a)quro/glwttos

English (LSJ)

ον, one that cannot keep his mouth shut, ceaseless babbler, E. Or. 903 (ἀθυρόγλωσσος).

Spanish (DGE)

(ἀθῠρόγλωσσος) -ον
• Alolema(s): ἀθυρόγλωττος Epiph.Const.Haer.26.10.10, 26.17.4, Eust.723.51, Sud.s.u. ἀλογεῖν
1 charlatán, gárrulo, ἀνήρ τις E.Or.903, cf. Poll.2.109, AP 16.132 (Theodorid.), Clem.Al.Strom.7.7.44, de Cicerón, D.C.46.18.4, τόλμη Epiph.Const.Haer.26.17.4, πόρναις δὲ καὶ ἀθυρογλώττοις ὁμοδίαιτος ὑπάρχειν Sud.l.c.
subst. τὸ ἀθυρόγλωσσον = la garrulería Eust.l.c.
2 adv. ἀθυρογλώττως = gárrulamente, ἀθυρογλώττως βλασφημοῦντες Epiph.Const.Haer.26.10.10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une langue sans frein, bavard impénitent.
Étymologie: ἄθυρος, γλῶττα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῠρόγλωττος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ στόμα κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων στόμα ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.

Greek Monotonic

ἀθῠρόγλωττος: -ον (θύρα, γλῶττα), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, πολυλογάς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθῠρόγλωττος: невоздержанный (дерзкий) на язык (ἀνήρ Eur.).

Middle Liddell

θύρα, γλῶττα
one that cannot keep his mouth shut, a ceaseless babbler, Eur.