δίαρμα: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0599.png Seite 599]] τό, 1) die Erhebung des Styls, Longin. 12, 1; Plut., der es mit [[ὄγκος]] vrbdt, Aristoph. et Men. comp. 1; τῆς ψυχῆς, D. L. 9, 5. – 2) das Überfahren, πελάγιον, Seereise, Pol. 10, 8; Überfahrtsort, Strab. IV p. 199. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0599.png Seite 599]] τό, 1) die Erhebung des Styls, Longin. 12, 1; Plut., der es mit [[ὄγκος]] vrbdt, Aristoph. et Men. comp. 1; τῆς ψυχῆς, D. L. 9, 5. – 2) das Überfahren, πελάγιον, Seereise, Pol. 10, 8; Überfahrtsort, Strab. IV p. 199. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />élévation (de l'âme, du style).<br />'''Étymologie:''' [[διαίρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίαρμα''': -ατος, τό, ([[διαίρω]]) θαλασσοπορία, διὰ θαλάσσης [[ταξείδιον]], Πολύβ. 10. 8, 2· διάβασις διὰ πορθμοῦ, πέρασμα, Στράβων 199. ΙΙ. [[ὕψος]] (λόγου), πρβλ. Πλούτ. 2. 165C, Λογγῖν. 12. 1, Κλήμ. Ἀλ. 858· δ. ψυχῆς λαβεῖν Διογ. Λ. 9. 7. | |lstext='''δίαρμα''': -ατος, τό, ([[διαίρω]]) θαλασσοπορία, διὰ θαλάσσης [[ταξείδιον]], Πολύβ. 10. 8, 2· διάβασις διὰ πορθμοῦ, πέρασμα, Στράβων 199. ΙΙ. [[ὕψος]] (λόγου), πρβλ. Πλούτ. 2. 165C, Λογγῖν. 12. 1, Κλήμ. Ἀλ. 858· δ. ψυχῆς λαβεῖν Διογ. Λ. 9. 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (διαίρω) A passage by sea, Plb.10.8.2, Agathem.3.13; crossing of a channel, Str.4.5.2. II elevation of style, ὄγκος καὶ δ. Plu.2.853c, Longin.12.1; δ. ψυχῆς λαβεῖν D.L.9.7. III = κούφισμα, Hsch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1travesía, ruta πελάγιον Plb.10.8.2, τέτταρα δ' ἐστὶ διάρματα para cruzar del continente a Britania, Str.4.5.2.
2 distancia τὰ διάρματα δ' οὐκ εὐκρινῶς λέγεται Plb.34.11.10, ἔστι δ' ἀπὸ Ῥόδου δ. εἰς Ἀλεξάνδρειαν ... τετρακισχιλίων που σταδίων Str.2.5.24, cf. 6.3.5, τοῦ δὲ στόματος ἔχει τὸ δ. σταδίους ͵α Agathem.3.13.
II 1fortificación, acción de fortificar c. gen. Τύρου Aq.2Re.24.7.
2 fig. elevación del estilo ὄγκος καὶ δ. Plu.2.853c, κεῖται τὸ μὲν ὕψος ἐν διάρματι lo sublime reside en la elevación Longin.12.1, τῆς εὐχῆς Clem.Al.Strom.7.7.45, ψυχῆς D.L.9.7, Cleonid.Harm.13, Procop.Gaz.M.87.2296D, cf. Origenes Io.10.23, de los pensamientos del Espíritu Santo representados por las alas de una paloma, Didym.Gen.46.8.
3 fig. alivio Hsch.
German (Pape)
[Seite 599] τό, 1) die Erhebung des Styls, Longin. 12, 1; Plut., der es mit ὄγκος vrbdt, Aristoph. et Men. comp. 1; τῆς ψυχῆς, D. L. 9, 5. – 2) das Überfahren, πελάγιον, Seereise, Pol. 10, 8; Überfahrtsort, Strab. IV p. 199.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
élévation (de l'âme, du style).
Étymologie: διαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
δίαρμα: -ατος, τό, (διαίρω) θαλασσοπορία, διὰ θαλάσσης ταξείδιον, Πολύβ. 10. 8, 2· διάβασις διὰ πορθμοῦ, πέρασμα, Στράβων 199. ΙΙ. ὕψος (λόγου), πρβλ. Πλούτ. 2. 165C, Λογγῖν. 12. 1, Κλήμ. Ἀλ. 858· δ. ψυχῆς λαβεῖν Διογ. Λ. 9. 7.
Greek Monolingual
το (Α δίαρμα)
νεοελλ.
η απόσταση που ένα πλοίο διανύει σε ορισμένον χρόνο εκφραζόμενο σε ναυτικά μίλια
αρχ.
1. θαλάσσιο ταξίδι
2. πέρασμα από πορθμό
3. (για λόγο) έμφαση, ύψος
4. έξαρση ψυχική.
Russian (Dvoretsky)
δίαρμα: ατος διαίρω τό
1) подъем (ὄγκος καὶ δ., sc. τοῦ λόγου Plut.; ψυχῆς Diod.);
2) переезд (δ. πελάγιον, Polyb.).