διοκωχή: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[cese]] ἐγένετο δέ τις ὄμως [[διοκωχή]] en la peste, Th.3.87<br /><b class="num">•</b>en las armas [[tregua]] διοκωχὴν ᾐτήσαντο D.C.39.47.2, ἀσπόνδῳ διοκωχῇ D.C.41.25.2, 47.27.2, cf. Hsch.
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[cese]] ἐγένετο δέ τις ὄμως [[διοκωχή]] en la peste, Th.3.87<br /><b class="num">•</b>en las armas [[tregua]] διοκωχὴν ᾐτήσαντο D.C.39.47.2, ἀσπόνδῳ διοκωχῇ D.C.41.25.2, 47.27.2, cf. Hsch.
}}
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[διακωχή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διοκωχή''': ἡ, =[[διοχή]], [[παῦσις]], Θουκ. 3. 87· ἴδε ἀνοκωχή, Δίων Κ. 39. 47, κτλ. -Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἀνοκωχή.
|lstext='''διοκωχή''': ἡ, =[[διοχή]], [[παῦσις]], Θουκ. 3. 87· ἴδε ἀνοκωχή, Δίων Κ. 39. 47, κτλ. -Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἀνοκωχή.
}}
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[διακωχή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοκωχή Medium diacritics: διοκωχή Low diacritics: διοκωχή Capitals: ΔΙΟΚΩΧΗ
Transliteration A: diokōchḗ Transliteration B: diokōchē Transliteration C: diokochi Beta Code: diokwxh/

English (LSJ)

ἡ, = διοχή, cessation, Th.3.87; esp. armistice, D.C.39.47, etc.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
cese ἐγένετο δέ τις ὄμως διοκωχή en la peste, Th.3.87
en las armas tregua διοκωχὴν ᾐτήσαντο D.C.39.47.2, ἀσπόνδῳ διοκωχῇ D.C.41.25.2, 47.27.2, cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

att. c. διακωχή.

Greek (Liddell-Scott)

διοκωχή: ἡ, =διοχή, παῦσις, Θουκ. 3. 87· ἴδε ἀνοκωχή, Δίων Κ. 39. 47, κτλ. -Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἀνοκωχή.

Greek Monolingual

διοκωχή, η (Α) οκωχή
προσωρινή διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή.

Greek Monotonic

διοκωχή: ἡ (διέχω), παύση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διοκωχή: ἡ Thuc. = διακωχή.

Middle Liddell

διοκωχή, ἡ, n διέχω
a cessation, Thuc.