βοήθημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0451.png Seite 451]] τό, Hülfe, Beistand, Arist. Eth. Nic. 1, 6, 16; πρὸς τὴν μάχην Pol. 1, 22; Sp.; Arznei, Medic. u. Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0451.png Seite 451]] τό, Hülfe, Beistand, Arist. Eth. Nic. 1, 6, 16; πρὸς τὴν μάχην Pol. 1, 22; Sp.; Arznei, Medic. u. Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοήθημα]] -ατος, τό [[βοηθέω]] hulp; geneesk. remedie.
}}
{{elru
|elrutext='''βοήθημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[помощь]], [[поддержка]] (Arst.; πρὸς τὴν μάχην Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[средство]], [[способ]]: ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων εἶναι Arst. обладать меньшими средствами;<br /><b class="num">3)</b> [[лечебное средство]], [[лекарство]] Plut., Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βοήθημα]]) [[βοηθώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέσο]] με το οποίο παρέχεται η [[βοήθεια]] ή το [[πράγμα]] που χρησιμεύει για [[βοήθεια]]<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] ή [[σύγγραμμα]] από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο [[μελετητής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φάρμακο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταφύγιο]].
|mltxt=το (AM [[βοήθημα]]) [[βοηθώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέσο]] με το οποίο παρέχεται η [[βοήθεια]] ή το [[πράγμα]] που χρησιμεύει για [[βοήθεια]]<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] ή [[σύγγραμμα]] από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο [[μελετητής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φάρμακο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταφύγιο]].
}}
{{elru
|elrutext='''βοήθημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[помощь]], [[поддержка]] (Arst.; πρὸς τὴν μάχην Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[средство]], [[способ]]: ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων εἶναι Arst. обладать меньшими средствами;<br /><b class="num">3)</b> [[лечебное средство]], [[лекарство]] Plut., Diod.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοήθημα]] -ατος, τό [[βοηθέω]] hulp; geneesk. remedie.
}}
}}

Revision as of 11:19, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοήθημα Medium diacritics: βοήθημα Low diacritics: βοήθημα Capitals: ΒΟΗΘΗΜΑ
Transliteration A: boḗthēma Transliteration B: boēthēma Transliteration C: voithima Beta Code: boh/qhma

English (LSJ)

ατος, τό, A resource, Arist.Rh.1405a7 (pl.); assistance, πρὸς τὴν μάχην Plb.1.22.3: in plural, succours, τὰ -ματα τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.2. 2 remedy, Hp.VM13, D.S.1.25, Dsc.4.83, S.E.P.3.280.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 ayuda, auxilio c. gen. subjet. τῆς φύσεως Ps.Democr.B 300.1, τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.3.5.10
c. πρός y ac. β. πρὸς τὴν μάχην de una máquina de guerra, Plb.1.22.3, πρὸς θανάτου καταφρόνησιν M.Ant.4.50, cf. Plb.28.13.11
c. dat. β. τοῖς μεγίστοις τῶν κακῶν ayuda contra los mayores males D.Chr.38.12, Phld.Diu.46
plu. recursos ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων ὁ λόγος ἐστὶ τῶν μέτρων Arist.Rh.1405a7, τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων LXX Sap.17.11, τὰ ἀπ' οὐρανοῦ βοηθήματα LXX 2Ma.15.8.
2 medic. remedio, tratamiento Hp.VM 13, D.S.1.25, Dsc.4.83, Ruf.Interrog.70, Gal.9.678, 17(2).226
comparando los remedios médicos con los necesarios para acabar una guerra, D.Chr.31.66, con los del escepticismo, S.E.P.3.280, con los de la oratoria, Olymp.in Grg.3.9, 6.11.

German (Pape)

[Seite 451] τό, Hülfe, Beistand, Arist. Eth. Nic. 1, 6, 16; πρὸς τὴν μάχην Pol. 1, 22; Sp.; Arznei, Medic. u. Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοήθημα -ατος, τό βοηθέω hulp; geneesk. remedie.

Russian (Dvoretsky)

βοήθημα: ατος τό
1) помощь, поддержка (Arst.; πρὸς τὴν μάχην Polyb.);
2) средство, способ: ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων εἶναι Arst. обладать меньшими средствами;
3) лечебное средство, лекарство Plut., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

βοήθημα: -ατος, τό, βοήθεια, καταφύγιον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 8 · ἐπικουρία, πρός τι Πολύβ. 1. 22, 3. 2) θεραπεία, φάρμακον, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Διόδ. 1. 25.

Greek Monolingual

το (AM βοήθημα) βοηθώ
νεοελλ.
1. το μέσο με το οποίο παρέχεται η βοήθεια ή το πράγμα που χρησιμεύει για βοήθεια
2. βιβλίο ή σύγγραμμα από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο μελετητής
αρχ.-μσν.
φάρμακο
αρχ.
καταφύγιο.