ἀγακλειτός: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0007.png Seite 7]] ή, όν, dasselbe p. (ἕνδοξος), Hom. Beiw. von Helden, auch ἐπίκουροι Il. 12, 161, πυλαωροί 21, 536, Γαλάτεια Iliad. 18, 45, [[βασίλεια]] Odyss. 17, 376. 468. 18, 351. 21, 275, [[ἑκατόμβη]] Od. 3, 59. 7, 262; – Hes. Τυρσηνοί Theog. 1015; Soph. [[πάθος]] Ἡρακλέους Tr. 852, ch.; öfter bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0007.png Seite 7]] ή, όν, dasselbe p. (ἕνδοξος), Hom. Beiw. von Helden, auch ἐπίκουροι Il. 12, 161, πυλαωροί 21, 536, Γαλάτεια Iliad. 18, 45, [[βασίλεια]] Odyss. 17, 376. 468. 18, 351. 21, 275, [[ἑκατόμβη]] Od. 3, 59. 7, 262; – Hes. Τυρσηνοί Theog. 1015; Soph. [[πάθος]] Ἡρακλέους Tr. 852, ch.; öfter bei Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> très illustre;<br /><b>2</b> magnifique (hécatombe) ; <i>en mauv. part</i> extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαν]], [[κλειτός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγακλειτός''': -ή, -όν, = τῷ προηγ. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. ἀνθρώπων· = [[ἔνδοξος]]. (Ἰλ. Μ, 101. ― ἐπίκουροι, Φ. 530· πυλαωροί, Ὀδ. Ρ. 370· [[βασίλεια]] (Πηνελόπη), Γαλάτεια, Ἰλ. Σ. 45. Τυρσηνοὶί, Ἡσ. Θεογ. 1015). 2) ἐπὶ πραγμάτων· ἀγακλειτὴ [[ἑκατόμβη]], Ὀδ. Γ. 59· ἀγ. [[πάθος]] Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 854 (ἐν λυρ.) πρβλ. [[ἀγακλυτός]].
|lstext='''ἀγακλειτός''': -ή, -όν, = τῷ προηγ. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. ἀνθρώπων· = [[ἔνδοξος]]. (Ἰλ. Μ, 101. ― ἐπίκουροι, Φ. 530· πυλαωροί, Ὀδ. Ρ. 370· [[βασίλεια]] (Πηνελόπη), Γαλάτεια, Ἰλ. Σ. 45. Τυρσηνοὶί, Ἡσ. Θεογ. 1015). 2) ἐπὶ πραγμάτων· ἀγακλειτὴ [[ἑκατόμβη]], Ὀδ. Γ. 59· ἀγ. [[πάθος]] Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 854 (ἐν λυρ.) πρβλ. [[ἀγακλυτός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> très illustre;<br /><b>2</b> magnifique (hécatombe) ; <i>en mauv. part</i> extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαν]], [[κλειτός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγακλειτός Medium diacritics: ἀγακλειτός Low diacritics: αγακλειτός Capitals: ΑΓΑΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: agakleitós Transliteration B: agakleitos Transliteration C: agakleitos Beta Code: a)gakleito/s

English (LSJ)

ή, όν, = ἀγακλεής (very glorious, very famous, far-famed), of men, Il. 2.564, Hes. Th. 1016, etc. of things, ἀ. ἑκατόμβη Od. 3.59 ; πάθος S. Tr. 854 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 renombrado, muy famoso, preclaro, glorioso de dioses y héroes Καπανεύς Il.2.564, Θρασύμηλος Il.16.463, Μίνως Hes.Fr.204.57, cf. Fr.33(a)20, Χείρων AP 14.68
de pueblos y colectividades Τυρσηνοί ἀγακλειτοῖσι Hes.Th.1016, ἐπικούρων Il.12.101, πυλαωροί Il.21.530, ἄνδρας ἀγακλειτούς γείνατο Κεκροπίη IG 22.3669.9, Νέπως IG 22.8918 (ambas III d.C.), ἱερῆες Gr.Naz.M.37.1493
de mujeres o ninfas, frec. al ser pretendidas como esposas μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης Od.17.370, 468, 18.351, 21.275, cf. Orph.A.1319, Γαλάτεια Il.18.45, Εὐρυφάεσσα h.Hom.31.4, Μιδείη Chersias 1, Νύμφαι B.13.90.
2 de cosas renombrado, memorable ἑκατόμβη Od.3.59, 7.202, πάθος S.Tr.854.

German (Pape)

[Seite 7] ή, όν, dasselbe p. (ἕνδοξος), Hom. Beiw. von Helden, auch ἐπίκουροι Il. 12, 161, πυλαωροί 21, 536, Γαλάτεια Iliad. 18, 45, βασίλεια Odyss. 17, 376. 468. 18, 351. 21, 275, ἑκατόμβη Od. 3, 59. 7, 262; – Hes. Τυρσηνοί Theog. 1015; Soph. πάθος Ἡρακλέους Tr. 852, ch.; öfter bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 très illustre;
2 magnifique (hécatombe) ; en mauv. part extraordinaire.
Étymologie: ἄγαν, κλειτός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγακλειτός: -ή, -όν, = τῷ προηγ. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. ἀνθρώπων· = ἔνδοξος. (Ἰλ. Μ, 101. ― ἐπίκουροι, Φ. 530· πυλαωροί, Ὀδ. Ρ. 370· βασίλεια (Πηνελόπη), Γαλάτεια, Ἰλ. Σ. 45. Τυρσηνοὶί, Ἡσ. Θεογ. 1015). 2) ἐπὶ πραγμάτων· ἀγακλειτὴ ἑκατόμβη, Ὀδ. Γ. 59· ἀγ. πάθος Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 854 (ἐν λυρ.) πρβλ. ἀγακλυτός.

English (Autenrieth)

highly renowned, famous, epithet of men, of a Nereid, Il. 18.45, and of hecatombs.

Greek Monotonic

ἀγακλειτός: -ή, -όν,
1. = το προηγ., σε Όμηρ. κ.λπ.
2. λέγεται για πράγματα, ἀγακλειτὴ ἑκατόμβη, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγακλειτός:
1) Hom., Hes. = ἀγακλεής;
2) великолепный (ἑκατόμβη Hom.);
3) невиданный, неслыханный (πάθος, sc. Ἡρακλέους Soph.).

Middle Liddell


1. = ἀγακλεής, Hom., etc.
2. of things, ἀγακλειτὴ ἑκατόμβη Od.