ἀμία: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0124.png Seite 124]] ἡ (Matr. bei Ath. IV, 135 c [[ἀμίας]], ὁ), eine Art Thunfisch, Arist. H. A. 6, 17; Opp. H. 2, 154. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0124.png Seite 124]] ἡ (Matr. bei Ath. IV, 135 c [[ἀμίας]], ὁ), eine Art Thunfisch, Arist. H. A. 6, 17; Opp. H. 2, 154. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />sorte de thon, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμία''': ἡ, [[γόμφος]], [[γομφάριον]], κοινῶς «γουφάρι»· ὁ [[ἰχθὺς]] [[οὗτος]] ἔχει ὀδόντας ἰσχυρούς, καθὰ δὲ λέγει ὁ Ἀριστ., «καὶ τῶν ἰσχυροτέρων ἰχθύων περιγίνεται»· καταφρονεῖ δὲ καὶ αὐτῶν τῶν δελφίνων, ὡς λέγει ὁ Ὀππ. Ἁλ. Β, 554: καὶ ὁ [[τρώκτης]] δὲ ἦτο [[συνώνυμος]] τῇ ἀμίᾳ (Αἰλ. π. Ζ. Α. 5). «Ἀριστοτέλης τὰς [[ἀμίας]] περὶ Ἀλωπεκόννησον καὶ ἐν τῇ Βιστονίδι λίμνῃ γίνεσθαι λέγει [[μάλιστα]]» (περὶ Ζ. Ἱστ. Η΄, 13) Κορ. σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 76· [[ὡσαύτως]] ἀρσ. [[ἀμίας]], ου, ὁ, κυανόχρως δ’ [[ἀμίας]]... [[μέγας]] Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135F. - ἐν πολλοῖς χωρίοις τὸ γένος [[εἶναι]] ἀβέβαιον, Ἐπίχ. 30 Ahr., Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσι» 7, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 24., 8. 2, 24, καὶ ἀλλ. | |lstext='''ἀμία''': ἡ, [[γόμφος]], [[γομφάριον]], κοινῶς «γουφάρι»· ὁ [[ἰχθὺς]] [[οὗτος]] ἔχει ὀδόντας ἰσχυρούς, καθὰ δὲ λέγει ὁ Ἀριστ., «καὶ τῶν ἰσχυροτέρων ἰχθύων περιγίνεται»· καταφρονεῖ δὲ καὶ αὐτῶν τῶν δελφίνων, ὡς λέγει ὁ Ὀππ. Ἁλ. Β, 554: καὶ ὁ [[τρώκτης]] δὲ ἦτο [[συνώνυμος]] τῇ ἀμίᾳ (Αἰλ. π. Ζ. Α. 5). «Ἀριστοτέλης τὰς [[ἀμίας]] περὶ Ἀλωπεκόννησον καὶ ἐν τῇ Βιστονίδι λίμνῃ γίνεσθαι λέγει [[μάλιστα]]» (περὶ Ζ. Ἱστ. Η΄, 13) Κορ. σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 76· [[ὡσαύτως]] ἀρσ. [[ἀμίας]], ου, ὁ, κυανόχρως δ’ [[ἀμίας]]... [[μέγας]] Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135F. - ἐν πολλοῖς χωρίοις τὸ γένος [[εἶναι]] ἀβέβαιον, Ἐπίχ. 30 Ahr., Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσι» 7, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 24., 8. 2, 24, καὶ ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:00, 2 October 2022
English (LSJ)
(A), ἡ, kind of A tunny, which ascends rivers, perhaps bonito, Sotad.Com.1.26, Archipp.20,Arist.HA506b13, Fr.308:—also ἀμίας, ου, ὁ, MatroConv.61:—gender indeterminate, Epich.59, cf.124, Arist. HA488a7, al.
ἀμία (B)· φυλακία, Hsch.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀμίας, -ου, ὁ Matro Conu.61
ict. un tipo de bonito, Palamys sarda CV, Epich.23, 71, Archipp.20, Matro l.c., Archestr.35.1, Arist.HA 488a6, 506b13, Fr.308, Sotad.Com.1.26, PCair.Zen.83.2 (III a.C.), Plin.HN 9.49, Plu.2.966a, Ael.NA 16.12, Opp.H.2.554, 3.144.
• Etimología: Existe una propuesta de relación c. egipcio mhit.
φυλάκια Hsch.
German (Pape)
[Seite 124] ἡ (Matr. bei Ath. IV, 135 c ἀμίας, ὁ), eine Art Thunfisch, Arist. H. A. 6, 17; Opp. H. 2, 154.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sorte de thon, poisson.
Étymologie: DELG -.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμία: ἡ, γόμφος, γομφάριον, κοινῶς «γουφάρι»· ὁ ἰχθὺς οὗτος ἔχει ὀδόντας ἰσχυρούς, καθὰ δὲ λέγει ὁ Ἀριστ., «καὶ τῶν ἰσχυροτέρων ἰχθύων περιγίνεται»· καταφρονεῖ δὲ καὶ αὐτῶν τῶν δελφίνων, ὡς λέγει ὁ Ὀππ. Ἁλ. Β, 554: καὶ ὁ τρώκτης δὲ ἦτο συνώνυμος τῇ ἀμίᾳ (Αἰλ. π. Ζ. Α. 5). «Ἀριστοτέλης τὰς ἀμίας περὶ Ἀλωπεκόννησον καὶ ἐν τῇ Βιστονίδι λίμνῃ γίνεσθαι λέγει μάλιστα» (περὶ Ζ. Ἱστ. Η΄, 13) Κορ. σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 76· ὡσαύτως ἀρσ. ἀμίας, ου, ὁ, κυανόχρως δ’ ἀμίας... μέγας Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135F. - ἐν πολλοῖς χωρίοις τὸ γένος εἶναι ἀβέβαιον, Ἐπίχ. 30 Ahr., Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσι» 7, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 24., 8. 2, 24, καὶ ἀλλ.
Greek Monolingual
ἀμία, η και ἀμίας, ο (Α)
είδος ψαριού, ίσως η παλαμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να πρόκειται για λ. αιγυπτιακής προέλευσης, πρβλ. αιγυπτ. mehi, mhit (= ονομασία ψαριού)].
Russian (Dvoretsky)
ἀμία: ἡ амия (рыба, разновидность тунца) Arst., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: kind of tunny, which ascends rivers, perhaps bonito (Sotad. Com.).
Other forms: -ίας m.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Thompson Fishes s. v. supposes Egyptian origin (mehi, mḥit name of a fish). Cf. Strömberg Fischnamen 128; De Saint Denis, Animaux marins s.v.
Frisk Etymology German
ἀμία: {amía}
Forms: -ίας m.
Grammar: f.,
Meaning: Art Thunfisch, die in die Flüsse geht (Kom., Arist.).
Etymology: Unerklärt. Thompson Fishes s. v. vermutet ägyptischen Ursprung (mehi, mḥit Fischname). Vgl. noch Strömberg Fischnamen 128.
Page 1,93