ἀναλογιστικός: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] ή, όν, zur Analogie gehörig, γραμματικοὶ ἀν., Grammatiker, welche die Analogie lehren, Sext. Emp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] ή, όν, zur Analogie gehörig, γραμματικοὶ ἀν., Grammatiker, welche die Analogie lehren, Sext. Emp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναλογιστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[построенный по аналогии]], [[аналогизирующий]] ([[μετάβασις]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[пользующийся аналогией]]: οἱ ἀναλογιστικοὶ τῶν γραμματικῶν Sext. грамматики-аналогисты. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναλογιστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που κρίνει κατ’ [[αναλογία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται κατ' [[αναλογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη Γραμμ.) αυτός που παραδέχεται τον νόμο της αναλογίας στη [[γλώσσα]] και ερμηνεύει σύμφωνα με αυτόν τα γλωσσικά φαινόμενα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αναλογιστική</i><br />η [[τέχνη]] του να κρίνει [[κανείς]] αναλογικά<br /><b>3.</b> ο [[στοχαστικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναλογιστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που κρίνει κατ’ [[αναλογία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται κατ' [[αναλογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη Γραμμ.) αυτός που παραδέχεται τον νόμο της αναλογίας στη [[γλώσσα]] και ερμηνεύει σύμφωνα με αυτόν τα γλωσσικά φαινόμενα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αναλογιστική</i><br />η [[τέχνη]] του να κρίνει [[κανείς]] αναλογικά<br /><b>3.</b> ο [[στοχαστικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A judging by analogy, analogical, S.E.M.11.250; ἡ -κὴ τέχνη ib. 1.214. 2 of knowledge, etc., reflective, Phld.Herc.1003. Adv. -κῶς ibid. II teaching analogy, γραμματικοί S.E.M.2.59; αἵρεσις -κή, of the Rational or Dogmatic school of physicians, opp. ἐπιλογιστική (the Empirics), Gal.1.65; analogisticus sermo Id.Subf.Emp.8p.52Bonnet. Adv. -κῶς S.E.M.3.40, Gal.18(2).346.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I adj.
1 fil. y cien. analógico de un tipo de conocimiento διάληψις Epicur.Fr.[31] 16.23, τεκμήρια Epicur.Fr.[26] 28.6, κατὰ τὴν ... ἀναλογιστικὴν μετάβασιν por inferencia analógica op. al conocimiento empírico, S.E.M.11.250, αἵρεσις ἀναλογιστική escuela lógica, dogmática o analógica op. αἵρεσις ἐμπειρική Gal.1.65, λόγος ἀναλογιστικός op. λόγος ἐπιλογιστικός Gal.Subf.Emp.8 (p.68.26)
•gram. analogista, que aplica la analogía gramatical πρὸς τοὺς ἀναλογιστικοὺς τῶν γραμματικῶν respecto a los gramáticos analogistas S.E.M.2.59.
2 reflexivo del conocimiento, Phld.Inc.Lib.Hermes 36, p.573.
II adv. -ῶς
1 analógicamente, por conocimiento analógico S.E.M.3.40, Gal.18(2).346, Clem.Al.Strom.8.9.32.
2 reflexivamente Phld.Inc.Lib.Hermes 36, p.573.
German (Pape)
[Seite 196] ή, όν, zur Analogie gehörig, γραμματικοὶ ἀν., Grammatiker, welche die Analogie lehren, Sext. Emp.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλογιστικός:
1) построенный по аналогии, аналогизирующий (μετάβασις Sext.);
2) пользующийся аналогией: οἱ ἀναλογιστικοὶ τῶν γραμματικῶν Sext. грамматики-аналогисты.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογιστικός: -ή, -όν, ὁ κρίνων ἐξ ἀναλογίας, ἀναλογικός, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 250· ἡ -κὴ τέχνη αὐτόθι 1. 214. ΙΙ. ὁ διδάσκων ἀναλογίαν, γραμματικοὶ αὐτόθι 2. 59. - Ἐπίρρ. -κῶς αὐτόθι 3. 40.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναλογιστικός, -ή, -όν)
αυτός που κρίνει κατ’ αναλογία
νεοελλ.
αυτός που λέγεται ή γίνεται κατ' αναλογία
αρχ.
1. (στη Γραμμ.) αυτός που παραδέχεται τον νόμο της αναλογίας στη γλώσσα και ερμηνεύει σύμφωνα με αυτόν τα γλωσσικά φαινόμενα
2. το θηλ. ως ουσ. η αναλογιστική
η τέχνη του να κρίνει κανείς αναλογικά
3. ο στοχαστικός.