ἀσαλής: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0368.png Seite 368]] ές, dasselbe, Aesch. frg. 368 [[μανία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0368.png Seite 368]] ές, dasselbe, Aesch. frg. 368 [[μανία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσᾰλής:''' Aesch. и ἄσᾰλος 2 Plut. = [[ἀσάλευτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσαλής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν φροντίζει για [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σάλος]] «[[φροντίδα]]» (<b>Ησύχ.</b>), με σχηματισμό [[κατά]] τα [[σύνθετα]] επίθετα σε -<i>ής</i> ([[πρβλ]]. [[ακηδής]], [[αναιδής]], [[ευανθής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀσαλής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν φροντίζει για [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σάλος]] «[[φροντίδα]]» (<b>Ησύχ.</b>), με σχηματισμό [[κατά]] τα [[σύνθετα]] επίθετα σε -<i>ής</i> ([[πρβλ]]. [[ακηδής]], [[αναιδής]], [[ευανθής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσᾰλής:''' Aesch. и ἄσᾰλος 2 Plut. = [[ἀσάλευτος]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 18:29, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσᾰλής Medium diacritics: ἀσαλής Low diacritics: ασαλής Capitals: ΑΣΑΛΗΣ
Transliteration A: asalḗs Transliteration B: asalēs Transliteration C: asalis Beta Code: a)salh/s

English (LSJ)

ές, unthinking, careless, μανία A.Fr.319; cf. ἀσάλειν.

Spanish (DGE)

(ἀσᾰλής) -ές
despreocupado ἀ. θεόθεν μανία A.Fr.319.
• Etimología: Deriv. de σάλος c. ἀ- priv.

German (Pape)

[Seite 368] ές, dasselbe, Aesch. frg. 368 μανία.

Russian (Dvoretsky)

ἀσᾰλής: Aesch. и ἄσᾰλος 2 Plut. = ἀσάλευτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσᾰλής: -ές, = τῷ προηγ., «ἀσαλής, ἡ ἄφροντις, ἡ μηδενὸς φροντίζουσα· σάλη γὰρ ἡ φροντίς. ἀσαλὴς ὁ ἀμέριμνος, Αἰσχύλος, «ἀσαλὴς μανία»: οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος» Ἐτυμ. Μ. 151, 47.

Greek Monolingual

ἀσαλής, -ές (Α)
αυτός που δεν φροντίζει για τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σάλος «φροντίδα» (Ησύχ.), με σχηματισμό κατά τα σύνθετα επίθετα σε -ής (πρβλ. ακηδής, αναιδής, ευανθής κ.ά.)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: EM l51, 49 = A. (Fr. 319) = ἄφροντις, ἀμέριμνος, attribute of μανία.
Derivatives: EM = Sophron (113) ἀσάλεια (cod. ἀσαλέα) = ἀμεριμνία καὶ ἀλογιστία.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to EM from σάλη = φροντίς. Scholars derive it from σάλος (with transition to the s-stems), given by Hesychius as = φροντίς, ταραχή. This is identified with σάλος tossing motion (s.v.); however, this seems quite doubtful. σάλη (also σάλα H.) would be a back-formation of ἀσαλής and ἀσαλεῖν (cod. ἀσάλειν) ἀφροντισθῆναι.

Frisk Etymology German

ἀσαλής: {asalḗs}
Meaning: nach EM l51, 49 bei A. (Fr. 319) = ἄφροντις, ἀμέριμνος als Attribut von μανία.
Derivative: Davon nach EM bei Sophron (113) ἀσάλεια (cod. ἀσαλέα) = ἀμεριμνία καὶ ἀλογιστία.
Etymology: Nach EM von σάλη = φροντίς, aber eher von σάλος (mit Übergang zum σ-Stamm), nach H. u. a. auch = φροντίς, ταραχή, das mit σάλος unruhige Bewegung identisch ist, s. d. Von ἀσαλής und ἀσαλεῖν (cod. ἀσάλειν)· ἀφροντισθῆναι ist σάλη, auch σάλα (H., Phot., Suid.) dann eine retrograde Bildung.
Page 1,159-160