ἁλωνία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ποσότητα]] δημητριακών αρκετή για ένα [[αλώνισμα]]<br /><b>2.</b> [[ποσότητα]] καρπών, που απλώνεται σε [[αλώνι]] για [[αποξήρανση]]<br /><b>3.</b> ο [[καρπός]] που αλωνίστηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλώνι]]. Η σημ. (2) επιτρέπει πιθ. τη [[σύνδεση]] της λ. με το αρχ. [[ἁλωνία]].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ποσότητα]] δημητριακών αρκετή για ένα [[αλώνισμα]]<br /><b>2.</b> [[ποσότητα]] καρπών, που απλώνεται σε [[αλώνι]] για [[αποξήρανση]]<br /><b>3.</b> ο [[καρπός]] που αλωνίστηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλώνι]]. Η σημ. (2) επιτρέπει πιθ. τη [[σύνδεση]] της λ. με το αρχ. [[ἁλωνία]].
}}
{{trml
|trtx====[[threshing]]===
Bulgarian: вършитба; Finnish: puinti; Galician: maza, malla; Greek: [[αλώνισμα]], [[αλωνισμός]]; Ancient Greek: [[ἁλοατός]], [[ἀλόησις]], [[ἀλοησμός]], [[ἀλοητός]], [[ἀλοίησις]], [[ἀλώησις]], [[ἁλωισμός]], [[ἁλωνία]], [[ἐκτιναγμός]], [[ῥαβδισμός]]; Italian: [[trebbiatura]]; Russian: [[молотьба]]; Turkish: harman; Ukrainian: молотьба
}}
}}

Revision as of 09:07, 19 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλωνία Medium diacritics: ἁλωνία Low diacritics: αλωνία Capitals: ΑΛΩΝΙΑ
Transliteration A: halōnía Transliteration B: halōnia Transliteration C: alonia Beta Code: a(lwni/a

English (LSJ)

ἡ, A = ἅλως, threshing-floor, Ath.12.524a, CPR73.20(ii A.D.), Sch.Nic.Th.541:—written ἁλωνεία, ἡ, Sch.Il.5.499, BGU 663 (iii A.D.). II grain on threshing-floor, PRyl.442.4 (iii A.D.), POxy.1107.3 (v/vi A.D.). III = ἅλως 11.2, Sch.Nic. Th.166.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Grafía: graf. ἁλωνιεία PTeb.727.21, 25 (II a.C.), ἁλωνεία BGU 663.8 (III d.C.)
I 1era Heraclid.Pont.50, CPR 1.73.20 (II d.C.), Sch.Nic.Th.541, PSakaon 67.9 (IV d.C.).
2 parva, PTeb.ll.cc., PMil.Vogl.253.20 (II d.C.), PRyl.442.4 (III d.C.), PCair.Isidor.65.5, 66.4, 67.6, 124.7 (III d.C.), PMerton 91.13, 14 (IV d.C.), PCair.Isidor.74.12 (IV d.C.), SB 9690.10 (IV d.C.), POxy.1107.3 (V/VI d.C.).
3 trilla, PHarris 81.3 (VI d.C.), POxy.1976.19 (VI d.C.).
II halo Sch.Nic.Th.166.
• Etimología: Cf. ἅλως.

German (Pape)

[Seite 113] ἡ, die Tenne, Ath. XII, 524 a; Sp.; zur Erkl. von ἀλωή bei den alten Lexikogr. gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλωνία: ἡ, = ἅλως, τὸ ἁλώνιον, Ἀθήν. 524Α.

Greek Monolingual

η
1. ποσότητα δημητριακών αρκετή για ένα αλώνισμα
2. ποσότητα καρπών, που απλώνεται σε αλώνι για αποξήρανση
3. ο καρπός που αλωνίστηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι. Η σημ. (2) επιτρέπει πιθ. τη σύνδεση της λ. με το αρχ. ἁλωνία.

Translations

threshing

Bulgarian: вършитба; Finnish: puinti; Galician: maza, malla; Greek: αλώνισμα, αλωνισμός; Ancient Greek: ἁλοατός, ἀλόησις, ἀλοησμός, ἀλοητός, ἀλοίησις, ἀλώησις, ἁλωισμός, ἁλωνία, ἐκτιναγμός, ῥαβδισμός; Italian: trebbiatura; Russian: молотьба; Turkish: harman; Ukrainian: молотьба