ἐγχειρητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0713.png Seite 713]] ή, όν, unternehmend, Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. ἐγχειρητικῶς im Ggstz von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0713.png Seite 713]] ή, όν, unternehmend, Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. ἐγχειρητικῶς im Ggstz von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />entreprenant;<br /><i>Cp.</i> ἐγχειρητικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχειρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγχειρητικός''': -ή, -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, [[ἐπιχειρηματικός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.
|lstext='''ἐγχειρητικός''': -ή, -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, [[ἐπιχειρηματικός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />entreprenant;<br /><i>Cp.</i> ἐγχειρητικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχειρέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχειρητικός Medium diacritics: ἐγχειρητικός Low diacritics: εγχειρητικός Capitals: ΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: encheirētikós Transliteration B: encheirētikos Transliteration C: egcheiritikos Beta Code: e)gxeirhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, enterprising, adventurous, X.HG4.8.22. Adv. -κῶς Archyt. ap. Stob.4.50.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 emprendedor τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.HG 4.8.22.
2 adv. -ῶς de manera emprendedora ποεῖ ἁ μὲν νεότας ἐ. Ps.Archyt.Pyth.Hell.14.20.

German (Pape)

[Seite 713] ή, όν, unternehmend, Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. ἐγχειρητικῶς im Ggstz von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
entreprenant;
Cp. ἐγχειρητικώτερος.
Étymologie: ἐγχειρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχειρητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, ἐπιχειρηματικός, ῥιψοκίνδυνος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐγχειρητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην εγχείρηση
2. το θηλ. ως ουσ. η εγχειρητική
α) η τέχνη της θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με εγχείρηση
β) ο κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους της εγχειρητικής
αρχ.
ριψοκίνδυνος.

Greek Monotonic

ἐγχειρητικός: -ή, -όν, τολμηρός, θαρραλέος, ριψοκίνδυνος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχειρητικός: предприимчивый (στρατηγός Xen.).

Middle Liddell

ἐγχειρητικός, ή, όν [from ἐγχειρέω
enterprising, adventurous, Xen.