ἀφέλεια: Difference between revisions
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0408.png Seite 408]] ἡ, (Ebenheit, übertr.) Einfachheit, Shlichtheit, Pol. 6, 48 Ael. V. H. 3, 10. 8, 27 Plut. oft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0408.png Seite 408]] ἡ, (Ebenheit, übertr.) Einfachheit, Shlichtheit, Pol. 6, 48 Ael. V. H. 3, 10. 8, 27 Plut. oft. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />simplicité, naïveté ; <i>en parl. de genre de vie ; en parl. du style</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφελής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφέλεια''': ἡ, [[ἁπλότης]], φυσικότης, [[ἔλλειψις]], προσποιήσεως, Ἀντιφάν. ἐν «Μύστιδι» 1. 8, πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 3. σ. 606· περὶ τὴν δίαιταν Πολύβ. 6. 48, 3· ἐπὶ ὕφους, Ἀθήν. 693F, πρβλ. Εὐστ. 1279. 44. | |lstext='''ἀφέλεια''': ἡ, [[ἁπλότης]], φυσικότης, [[ἔλλειψις]], προσποιήσεως, Ἀντιφάν. ἐν «Μύστιδι» 1. 8, πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 3. σ. 606· περὶ τὴν δίαιταν Πολύβ. 6. 48, 3· ἐπὶ ὕφους, Ἀθήν. 693F, πρβλ. Εὐστ. 1279. 44. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:00, 2 October 2022
English (LSJ)
Ion. ἀφελείη, ἡ, simplicity, Hp.Decent.3, Antiph.163.8; περὶ τὴν δίαιταν Plb.6.48.3; of style, Ath.15.693f, Hermog.Id.1.1, al.; opp. σφοδρότης, ib.II; of terminology, Gal.10.269.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Decent.3
1 sencillez en el vestir y aspecto externo εὐσχημοσύνη καὶ ἀ. Hp.l.c., συμμετρία καὶ ἀ. Antiph.163.8, cf. Plu.2.142a, AP 16.310 (Damoch.), περὶ τὴν δίαιταν Plb.6.48.3, cf. Plu.2.158a, τῆς τέχνης Porph.Abst.2.18
•esp. del lenguaje y estilo literario ἀρχαιότης καὶ ἀ. τῶν ποιησάντων Ath.693f, cf. D.H.Is.16, Hermog.Id.1.1 (p.215), Gal.10.269, Clem.Al.Paed.1.4.11.
2 simpleza, ingenuidad excesiva ὑπὸ ἀφέλειας ἐσπούδαζε κατασκευάζειν en una discusión filosófica, Chrys.M.61.27.
German (Pape)
[Seite 408] ἡ, (Ebenheit, übertr.) Einfachheit, Shlichtheit, Pol. 6, 48 Ael. V. H. 3, 10. 8, 27 Plut. oft.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
simplicité, naïveté ; en parl. de genre de vie ; en parl. du style.
Étymologie: ἀφελής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφέλεια: ἡ, ἁπλότης, φυσικότης, ἔλλειψις, προσποιήσεως, Ἀντιφάν. ἐν «Μύστιδι» 1. 8, πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 3. σ. 606· περὶ τὴν δίαιταν Πολύβ. 6. 48, 3· ἐπὶ ὕφους, Ἀθήν. 693F, πρβλ. Εὐστ. 1279. 44.
Greek Monolingual
η (AM ἀφέλεια, Α και -λείη)
αφελής
1. απλότητα, φυσικότητα
2. (για πρόσωπα) απλοϊκότητα, ευπιστία
νεοελλ.
πληθ. αφέλειες
κτένισμα κατά το οποίο πέφτουν στο μέτωπο, με αφέλεια, τούφες από τα μαλλιά.
Russian (Dvoretsky)
ἀφέλεια: ἡ простота (περὶ τὴν δίαιταν Polyb.; ἐσθῆτος Plut.).