ἐκμελής: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0769.png Seite 769]] ές, mißtönend, unharmonisch; καὶ [[ἀνάρμοστος]] Tim. Locr. 101 b; Plut. u. A.; im Ggstz von [[ἐμμελής]] auch = übertrieben, [[φιλοτιμία]] Plut. Lys. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0769.png Seite 769]] ές, mißtönend, unharmonisch; καὶ [[ἀνάρμοστος]] Tim. Locr. 101 b; Plut. u. A.; im Ggstz von [[ἐμμελής]] auch = übertrieben, [[φιλοτιμία]] Plut. Lys. 23.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />dissonant ; <i>fig.</i> déplacé, peu convenable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μέλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκμελής''': -ές, ([[μέλος]]) ἔξω τοῦ μέλους, [[παράφωνος]], κακόηχος, ἀντίθετον τῷ ἐμμελὴς (πρβλ. [[πλημμελής]]), Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλουτ. Δημήτρ. 1· ἄτακτος, [[ἀνάγωγος]], [[ἀχαλίνωτος]], Πλουτ. Λύσ. 23· «ἐκμελές, ἠμελημένον» Σουΐδ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «[[ἐκμελής]]· [[ἀνάρμοστος]], ἄτακτος, ἄρρυθμος». ― Ἐπίρρ. –λῶς Πολυδ. Δ΄, 57.
|lstext='''ἐκμελής''': -ές, ([[μέλος]]) ἔξω τοῦ μέλους, [[παράφωνος]], κακόηχος, ἀντίθετον τῷ ἐμμελὴς (πρβλ. [[πλημμελής]]), Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλουτ. Δημήτρ. 1· ἄτακτος, [[ἀνάγωγος]], [[ἀχαλίνωτος]], Πλουτ. Λύσ. 23· «ἐκμελές, ἠμελημένον» Σουΐδ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «[[ἐκμελής]]· [[ἀνάρμοστος]], ἄτακτος, ἄρρυθμος». ― Ἐπίρρ. –λῶς Πολυδ. Δ΄, 57.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />dissonant ; <i>fig.</i> déplacé, peu convenable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μέλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμελής Medium diacritics: ἐκμελής Low diacritics: εκμελής Capitals: ΕΚΜΕΛΗΣ
Transliteration A: ekmelḗs Transliteration B: ekmelēs Transliteration C: ekmelis Beta Code: e)kmelh/s

English (LSJ)

ές, (μέλος)
A out of tune, dissonant, Ph.1.375, al., Ti.Locr. 101b, Plu.Demetr.1; unbridled, φιλοτιμία Id.Lys.23; of persons, Just.Nov.136.6. Adv. ἐκμελῶς Poll.4.57.

Spanish (DGE)

-ές
mús.
1 no musical, disonante, que desafina φωνή Thphr.Fr.89.13, καταπύκνωσις Aristox.Harm.47.15, μουσικῆς ὄργανον ἐκμελές Ph.1.375, Θρᾴτταις δὲ γυναιξὶ ἐκμελὴς δόξεις a las mujeres tracias parecerá que desafinas de Orfeo, Philostr.Iun.Im.6.3, cf. Poll.4.57
de la palabra malsonante, disonante ποίημα Ph.1.552, εὐχή Aristid.Or.26.197, cf. Gr.Nyss.Eun.1.54
subst. τὸ ἐ. la discordancia καὶ γὰρ ἰατρικῇ τὸ νοσερὸν καὶ ἁρμονικῇ τὸ ἐ. Plu.Demetr.1
fig. del aspecto físico falto de armonía, deforme, desencajado ἡ δὲ ἐ. τοῦ προσώπου ἔκλυσις ref. a la mueca producida por un tipo de risa, Clem.Al.Paed.2.5.46.
2 adv. ἐκμελῶς en forma disonante, desafinada κἂν ... ὁ κιθαρῳδὸς ἐ. ᾄδῃ D.Chr.32.46, τινα φωνὴν οὐκ ἐ. ἀφιέναι Plot.4.3.12, cf. Poll.4.57
de palabras en forma malsonante (ἐ.) ἐλέγοντο Olymp.Iob 191.4
fig. ἐ. ἔχειν estar en disonancia, estar en desacuerdo παρὰ τὴν τῶν ὄντων αἰτίαν ἐ. ἔχει Aristid.Quint.108.1.
• Etimología: Cf. μέλος.
-ές
despreocupado, descuidado, desordenado φιλοτιμία Plu.Lys.23, βίος D.Chr.68.7, γνώμη X.Ep.2, cf. Iust.Nou.136.6.
• Etimología: Cf. μέλω.

German (Pape)

[Seite 769] ές, mißtönend, unharmonisch; καὶ ἀνάρμοστος Tim. Locr. 101 b; Plut. u. A.; im Ggstz von ἐμμελής auch = übertrieben, φιλοτιμία Plut. Lys. 23.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dissonant ; fig. déplacé, peu convenable.
Étymologie: ἐκ, μέλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμελής: -ές, (μέλος) ἔξω τοῦ μέλους, παράφωνος, κακόηχος, ἀντίθετον τῷ ἐμμελὴς (πρβλ. πλημμελής), Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλουτ. Δημήτρ. 1· ἄτακτος, ἀνάγωγος, ἀχαλίνωτος, Πλουτ. Λύσ. 23· «ἐκμελές, ἠμελημένον» Σουΐδ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ἐκμελής· ἀνάρμοστος, ἄτακτος, ἄρρυθμος». ― Ἐπίρρ. –λῶς Πολυδ. Δ΄, 57.

Greek Monolingual

ἐκμελής, -ές (AM)
μσν.
αμελής, χαλαρός
αρχ.
1. άρρυθμος, παράφωνος
2. αντιπαθητικός
3. αυτός που ξεπερνά το μέτρο, αχαλίνωτος
4. απρεπής, ανάρμοστος.

Greek Monotonic

ἐκμελής: -ές (μέλος), αυτός που είναι εκτός τόνου, παράφωνος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμελής:
1) неблагозвучный, нестройный (ἐ. τε καὶ ἀνάρμοστος Plat.);
2) несообразный, неумеренный (φιλοτιμία Plut.).

Middle Liddell

ἐκ-μελής, ές μέλος
out of tune, dissonant, Plut.