ἐλαιήεις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0788.png Seite 788]] εσσα, εν, mit Oelbäumen bepflanzt; ἄρουραι Marcell, ep, (App. 51); vom Oelbaume, θάλλος, [[φλοιός]], Nonn. D. 11, 510 Nic. Th. 676; voll Oel, [[ἀμφιφορεύς]] Nonn. 5, 226; ölig, fett, ἐλαιάεσσα [[νηδύς]] Soph. frg. 405, zw.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0788.png Seite 788]] εσσα, εν, mit Oelbäumen bepflanzt; ἄρουραι Marcell, ep, (App. 51); vom Oelbaume, θάλλος, [[φλοιός]], Nonn. D. 11, 510 Nic. Th. 676; voll Oel, [[ἀμφιφορεύς]] Nonn. 5, 226; ölig, fett, ἐλαιάεσσα [[νηδύς]] Soph. frg. 405, zw.
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />d'olivier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλαία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαιήεις''': Ἀττ. -άεις, εσσα, εν, ἐξ ἐλαίας (τοῦ δένδρου), Νικ. Θ. 676, κτλ.˙ κατάφυος ἐξ ἐλαιοδένδρων, ἐλαιήεντες ἄρουραι Μάρκελλ. ἐν Ἀνθ. Π. (παράρτ. 51, στ. 50). ΙΙ. ἐλαιάεσσα νηδὺς..., ἀπὸ τοῦ ἐλαίου λιπαρά, Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 405)˙ [[πλήρης]] ἐλαίου, Νόνν. Δ. 5. 226.
|lstext='''ἐλαιήεις''': Ἀττ. -άεις, εσσα, εν, ἐξ ἐλαίας (τοῦ δένδρου), Νικ. Θ. 676, κτλ.˙ κατάφυος ἐξ ἐλαιοδένδρων, ἐλαιήεντες ἄρουραι Μάρκελλ. ἐν Ἀνθ. Π. (παράρτ. 51, στ. 50). ΙΙ. ἐλαιάεσσα νηδὺς..., ἀπὸ τοῦ ἐλαίου λιπαρά, Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 405)˙ [[πλήρης]] ἐλαίου, Νόνν. Δ. 5. 226.
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />d'olivier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλαία]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιήεις Medium diacritics: ἐλαιήεις Low diacritics: ελαιήεις Capitals: ΕΛΑΙΗΕΙΣ
Transliteration A: elaiḗeis Transliteration B: elaiēeis Transliteration C: elaiieis Beta Code: e)laih/eis

English (LSJ)

Att. ἐλαιάεις, εσσα, εν, A of the olive-tree, φλοιός Nic.Th.676, etc.; planted with olives, ἐλαιήεντες ἄρουραι IG14.1389i50. II oily, νηδύς S.Fr.457; full of oil, Nonn.D.5.226.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
• Morfología: [fem. ἐλαιάεσσα S.Fr.457]
I de olivo(s) θαλλός Nonn.D.11.510, ἐλαιήεντες ἄρουραι campos de olivos, olivares Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155A.50.
II adj.
1 aceitoso, grasiento νηδύς ... ἐ. grasienta panza del cíclope, S.l.c., φλοιὸς ἐ. κρότωνος corteza oleosa del ricino Nic.Th.676.
2 lleno de aceite ἀμφιφορεύς Nonn.D.5.226.

German (Pape)

[Seite 788] εσσα, εν, mit Oelbäumen bepflanzt; ἄρουραι Marcell, ep, (App. 51); vom Oelbaume, θάλλος, φλοιός, Nonn. D. 11, 510 Nic. Th. 676; voll Oel, ἀμφιφορεύς Nonn. 5, 226; ölig, fett, ἐλαιάεσσα νηδύς Soph. frg. 405, zw.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
d'olivier.
Étymologie: ἐλαία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιήεις: Ἀττ. -άεις, εσσα, εν, ἐξ ἐλαίας (τοῦ δένδρου), Νικ. Θ. 676, κτλ.˙ κατάφυος ἐξ ἐλαιοδένδρων, ἐλαιήεντες ἄρουραι Μάρκελλ. ἐν Ἀνθ. Π. (παράρτ. 51, στ. 50). ΙΙ. ἐλαιάεσσα νηδὺς..., ἀπὸ τοῦ ἐλαίου λιπαρά, Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 405)˙ πλήρης ἐλαίου, Νόνν. Δ. 5. 226.

Greek Monolingual

ἐλαιήεις, -εσσα, -εν, αττ. τ. ἐλαιάεις (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο ελιά
2. (για τόπο) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο
3. ελαιώδης, λαδερός, λιπαρός
4. ο γεμάτος λάδι.

Greek Monotonic

ἐλαιήεις: -εσσα, -εν, σπαρμένος με ελαιόδεντρα, κατάφυτος με ελιές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλαιήεις: ион. = ἐλαιάεις.

Middle Liddell

ἐλαιήεις, εσσα, εν [from ἐλαία
planted with olives, Anth.