ἔκροος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0778.png Seite 778]] zsgzg. -ρους, ὁ, der Ausfluß, ἔκροον ἔχουσι ἐς θάλασσαν Her. 7, 129; Arist. Meteorl. 1, 13 u. Sp., wie D. Sic. 4, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0778.png Seite 778]] zsgzg. -ρους, ὁ, der Ausfluß, ἔκροον ἔχουσι ἐς θάλασσαν Her. 7, 129; Arist. Meteorl. 1, 13 u. Sp., wie D. Sic. 4, 22.
}}
{{bailly
|btext=όου (ὁ) :<br />v. [[ἔκρους]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκροος''': συνῃρ. -ρους, ὁ, τὸ ἐκρέειν, [[ἐκροή]], [[ἐκβολή]], ἔκροον ἔχειν ἐς θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἡρόδ. 7. 129, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 4. 3, 2. ΙΙ. [[μέρος]] πρὸς ἐκροὴν τῶν ὑδάτων, [[διέξοδος]], οὐκ ἔχουσα ἔκρουν φανερὸν ἡ [[λίμνη]] Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 27· ἐπὶ τοῦ αἵματος, Ἱππ. 562. 41., 1002Β.
|lstext='''ἔκροος''': συνῃρ. -ρους, ὁ, τὸ ἐκρέειν, [[ἐκροή]], [[ἐκβολή]], ἔκροον ἔχειν ἐς θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἡρόδ. 7. 129, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 4. 3, 2. ΙΙ. [[μέρος]] πρὸς ἐκροὴν τῶν ὑδάτων, [[διέξοδος]], οὐκ ἔχουσα ἔκρουν φανερὸν ἡ [[λίμνη]] Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 27· ἐπὶ τοῦ αἵματος, Ἱππ. 562. 41., 1002Β.
}}
{{bailly
|btext=όου (ὁ) :<br />v. [[ἔκρους]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:06, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκροος Medium diacritics: ἔκροος Low diacritics: έκροος Capitals: ΕΚΡΟΟΣ
Transliteration A: ékroos Transliteration B: ekroos Transliteration C: ekroos Beta Code: e)/kroos

English (LSJ)

contr. ἔκρους, ὁ, A outflow, issue, ἔκροον ἔχειν ἐς θάλασσαν, of rivers, Hdt.7.129, cf. Arr.An.4.3.2(pl.). 2 κατ' ἔκροον = by excretion, Hp.Epid.2.1.7. II outlet, Arist.Mete.351a10; means of escape, Hp.Virg.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): contr. -ους IOropos 293.2 (IV a.C.)
1 salida, desembocadura οἱ μὲν (ποταμοί) ... ἔκροον ἔχουσι ἐς θάλασσαν Hdt.7.129, cf. Arr.An.4.3.2, del mar Caspio, Arist.Mete.351a10, del lago Averno, D.S.4.22, del Mar del Norte, D.S.5.21, del Bósforo, Str.1.3.12
salida, desagüe de los canalones de los tejados, Arist.Ath.50.2, de la sangre, Hp.Virg.1.
2 derrame, flujo, excreción Hp.Epid.2.1.7.
3 canal, conducto de desagüe, IOropos l.c.

German (Pape)

[Seite 778] zsgzg. -ρους, ὁ, der Ausfluß, ἔκροον ἔχουσι ἐς θάλασσαν Her. 7, 129; Arist. Meteorl. 1, 13 u. Sp., wie D. Sic. 4, 22.

French (Bailly abrégé)

όου (ὁ) :
v. ἔκρους.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκροος: συνῃρ. -ρους, ὁ, τὸ ἐκρέειν, ἐκροή, ἐκβολή, ἔκροον ἔχειν ἐς θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἡρόδ. 7. 129, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 4. 3, 2. ΙΙ. μέρος πρὸς ἐκροὴν τῶν ὑδάτων, διέξοδος, οὐκ ἔχουσα ἔκρουν φανερὸν ἡ λίμνη Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 27· ἐπὶ τοῦ αἵματος, Ἱππ. 562. 41., 1002Β.

Greek Monotonic

ἔκροος: συνηρ. -ρους, ὁ (ἐκρέω), εκροή, εκβολή, διαρροή, στόμιο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκροος: стяж. ἔκρους ὁ проток, выход (для воды), устье (ἔκροον ἔχειν εἰς θάλασσαν Her.; λίμνη οὐκ ἔχουσα ἔκρουν Arst.).

Middle Liddell

ἐκρέω
a flowing out, outflow, outfall, Hdt.