δυσερμήνευτος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à expliquer, obscur.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἑρμηνεύω]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à expliquer, obscur.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἑρμηνεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσερμήνευτος:''' [[трудно объяснимый]] (χρόαι Diod.; [[λόγος]] NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσερμήνευτος:''' -ον (ἐρμηνεύω), αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, εξηγείται, [[δυσεξήγητος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''δυσερμήνευτος:''' -ον (ἐρμηνεύω), αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, εξηγείται, [[δυσεξήγητος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''δυσερμήνευτος:''' [[трудно объяснимый]] (χρόαι Diod.; [[λόγος]] NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσερμήνευτος Medium diacritics: δυσερμήνευτος Low diacritics: δυσερμήνευτος Capitals: ΔΥΣΕΡΜΗΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dysermḗneutos Transliteration B: dysermēneutos Transliteration C: dysermineftos Beta Code: dusermh/neutos

English (LSJ)

ον, hard to interpret, Ep.Hebr.5.11, Gal.11.454, Cat.Cod.Astr.1.114.26; hard to describe, χρόαι D.S.2.52; θέα Ph.1.649.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de interpretar, de explicar, oscuro λόγος Ep.Hebr.5.11, ὄνειροι Artem.3.66, πράγματα Gal.11.454, τὸ αἴτιον Ptol.Alm.9.2, cf. Cat.Cod.Astr.1.114.26.
2 difícil de describir χρόαι D.S.2.52, θέα Ph.1.649.
II adv. -ως de modo difícil de interpretar καιρίως εἴρηται καὶ δ. ref. a una expresión, Eust.767.3.

German (Pape)

[Seite 680] schwer zu erklären, N. T.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à expliquer, obscur.
Étymologie: δυσ-, ἑρμηνεύω.

Russian (Dvoretsky)

δυσερμήνευτος: трудно объяснимый (χρόαι Diod.; λόγος NT).

Greek (Liddell-Scott)

δυσερμήνευτος: -ον, δυσκόλως ἑρμηνευόμενος Ἐκ. Ἐδρ. 5. 11.

English (Strong)

from δυσ- and a presumed derivative of ἑρμηνεύω; difficult of explanation: hard to be uttered.

English (Thayer)

δυσερμηνευτον (ἑρμηνεύω), hard to interpret, difficult of explanation: Diodorus 2,52; Philo de somn. § 32at the end; Artemidorus Daldianus, oneir. 3,66.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσερμήνευτος, -ον)
αυτός που ερμηνεύεται με δυσκολία
αρχ.
αυτός που περιγράφεται δύσκολα.

Greek Monotonic

δυσερμήνευτος: -ον (ἐρμηνεύω), αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, εξηγείται, δυσεξήγητος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

δυσ- ερμήνευτος, ον ἑρμηνεύω
hard to interpret, NTest.

Chinese

原文音譯:duserm»neutoj 低士-誒而姆扭拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:難-解釋
字義溯源:難以解明,不易解說;由(δυσ)*=難)與(ἑρμηνεύω)=解釋)組成;而 (ἑρμηνεύω)出自(Ἑρμῆς)*=希耳米,希臘諸神使者之名)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 難以解明(1) 來5:11