κάπετος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> creux, enfoncement;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> fosse, fossé;<br /><b>3</b> tombe, tombeau.<br />'''Étymologie:''' p. *σκάπετος de la R. Σκαπ <i>ou</i> Σκα, creuser, cf. [[σκάπτω]]. | |btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> creux, enfoncement;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> fosse, fossé;<br /><b>3</b> tombe, tombeau.<br />'''Étymologie:''' p. *σκάπετος de la R. Σκαπ <i>ou</i> Σκα, creuser, cf. [[σκάπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κάπετος -ου, ἡ [~ σκάπτω] wat gegraven is greppel:; ὄχθας καπέτοιο... κατέβαλλε hij deed de kanten van de greppel instorten Il. 15.356; graf:; ἐς κοίλην κάπετον θέσαν zij legden (de urn) in een hol graf Il. 24.797; groef:. διὰ τοῦτο γὰρ καὶ αἱ κάπετοι ἐντετμέαται met dat doel zijn ook de groeven erin gesneden Hp. Art. 72. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάπετος:''' (ᾰ) ἡ<b class="num">1)</b> [[ров]], [[окоп]] (ὄχθαι καπέτοιο βαθείης Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[могила]] ([[κοίλη]] κ. Hom., Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''κάπετος:''' ἡ (αντί [[σκάπετος]], από το [[σκάπτω]]), [[χαντάκι]], [[τάφρος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τρύπα]], [[τάφος]], στο ίδ., σε Σοφ. | |lsmtext='''κάπετος:''' ἡ (αντί [[σκάπετος]], από το [[σκάπτω]]), [[χαντάκι]], [[τάφρος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τρύπα]], [[τάφος]], στο ίδ., σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κάπετος''': ἡ, (ἀντὶ [[σκάπετος]] ἐκ τοῦ σκάπατος), [[τάφρος]], ὄχθας καπέτοιο βαθείης, ἐπὶ τῆς περὶ τὰ πλοῖα τάφρου, Ἰλ. Ο. 356, πρβλ. Σ. 564:- ὀπὴ, [[τάφος]], ἐς κοίλην [[κάπετον]] θέσαν Ἕκτορα Ω. 797· πρβλ. οφ. Αἴ. 1165, 1403· ὀπὴ πρὸς ὑποδοχὴν μοχλοῦ, [[αὐλάκιον]] μοχλοῦ, κτλ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834Β, 836Β. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 20:25, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (for σκάπετος, from σκάπτω) A ditch, trench, ὄχθας καπέτοιο βαθείης Il.15.356, cf. 18.564; hole, grave, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν (ὀστέα) 24.797, cf. S.Aj.1165, 1403 (both anap.); groove for lever, Hp.Art.72,74. II shovel, spade (?), GDI4992aii6 (Gortyn).
German (Pape)
[Seite 1322] ἡ (vgl. σκάπτω), der Graben, die Grube; ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων Il. 15, 356, wie Mosch. 4, 103; das Grab, Il. 24, 797, wie Soph. Ai. 1144, wo der Schol. es in dieser Bdtg bes. als argivisch bezeichnet; vgl. Posidipp. Ath. X, 414 e. Uebh. Vertiefung, Einschnitt, Il. 18, 564; Hippocr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 creux, enfoncement;
2 particul. fosse, fossé;
3 tombe, tombeau.
Étymologie: p. *σκάπετος de la R. Σκαπ ou Σκα, creuser, cf. σκάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάπετος -ου, ἡ [~ σκάπτω] wat gegraven is greppel:; ὄχθας καπέτοιο... κατέβαλλε hij deed de kanten van de greppel instorten Il. 15.356; graf:; ἐς κοίλην κάπετον θέσαν zij legden (de urn) in een hol graf Il. 24.797; groef:. διὰ τοῦτο γὰρ καὶ αἱ κάπετοι ἐντετμέαται met dat doel zijn ook de groeven erin gesneden Hp. Art. 72.
Russian (Dvoretsky)
κάπετος: (ᾰ) ἡ1) ров, окоп (ὄχθαι καπέτοιο βαθείης Hom.);
2) могила (κοίλη κ. Hom., Soph.).
English (Autenrieth)
ditch, grave, Il. 18.564, Il. 24.797. (Il.)
Greek Monolingual
κάπετος, ἡ (Α)
1. τάφρος, χαντάκι («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», Ομ. Ιλ.)
2. τάφος («ἐς κοίλην κάπετον θέσαν», Ομ. Ιλ.)
3. αυλακοειδής οπή για εισδοχή μοχλού
4. σπαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του σκάπετος (< σκάπτω), με αποβολή του αρκτικού σ-].
Greek Monotonic
κάπετος: ἡ (αντί σκάπετος, από το σκάπτω), χαντάκι, τάφρος, σε Ομήρ. Ιλ.· τρύπα, τάφος, στο ίδ., σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κάπετος: ἡ, (ἀντὶ σκάπετος ἐκ τοῦ σκάπατος), τάφρος, ὄχθας καπέτοιο βαθείης, ἐπὶ τῆς περὶ τὰ πλοῖα τάφρου, Ἰλ. Ο. 356, πρβλ. Σ. 564:- ὀπὴ, τάφος, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν Ἕκτορα Ω. 797· πρβλ. οφ. Αἴ. 1165, 1403· ὀπὴ πρὸς ὑποδοχὴν μοχλοῦ, αὐλάκιον μοχλοῦ, κτλ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834Β, 836Β.
Frisk Etymological English
See also: s. σκάπετος.
Middle Liddell
κάπετος, ἡ, [for σκάπετος, from σκάπτω
a ditch, trench, Il.:— a hole, grave, Il., Soph.
Frisk Etymology German
κάπετος: {kápetos}
Grammar: f.
Meaning: Graben
See also: s. σκάπετος.
Page 1,780