διόπτης: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui veille sur toutes choses (ép. de Zeus);<br /><b>2</b> éclaireur, espion.<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui veille sur toutes choses (ép. de Zeus);<br /><b>2</b> [[éclaireur]], [[espion]].<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:44, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόπτης Medium diacritics: διόπτης Low diacritics: διόπτης Capitals: ΔΙΟΠΤΗΣ
Transliteration A: dióptēs Transliteration B: dioptēs Transliteration C: dioptis Beta Code: dio/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, looker through, ὦ Ζεῦ διόπτα ! says Dicaeopolis in Ar. Ach. 435, holding up a ragged garment to the light. = διοπτήρ (spy, scout, optiones, tesserarii) 1, E. Rh. 234 (lyr.). = διόπτρα 1, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ I espía c. gen. obj. στρατιᾶς ... διόπτας E.Rh.234.
II 1el que mira a través cóm. de Zeus ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα (habla Diceópolis sosteniendo un vestido hecho andrajos), Ar.Ach.435.
2 el que extiende su vista por todas partes de Dios, Doroth.Vis.14.

German (Pape)

[Seite 634] ὁ, dasselbe; στρατιᾶς Eur. Rhes. 234; καὶ ἐρευνητής D. Cass. 78, 14. Bei Ar. Ach. 435 von Zeus, der alles durchschaut, aus Eur.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui veille sur toutes choses (ép. de Zeus);
2 éclaireur, espion.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.

Greek (Liddell-Scott)

διόπτης: -ου, ὁ, ὁ διαβλέπων, ὁ τὰ πάντα διορῶν, ὦ Ζεῦ διόπτρα ! λέγει ὁ Δικαιόπολις, ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 435, ἐγείρων ἱμάτιον κατεσχισμένον πρὸς τὸ φῶς. ΙΙ. = τῷ προηγ., Εὐρ. Ρήσ. 234.

Greek Monolingual

διόπτης, ο (Α)
1. αυτός που βλέπει τα πάντα, παντεπόπτης
2. κατάσκοπος
3. η διόπτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α+ -οπτης < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].

Greek Monotonic

διόπτης: -ου, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω
I. αυτός που διαβλέπει τα πάντα, ὦ Ζεῦ διόπτα! λέει ο Δικαιόπολις, υψώνοντας ένα κουρελιασμένο κομμάτι υφάσματος προς το φως, σε Αριστοφ.
II. = το προηγ., σε Ευρ.

Middle Liddell

δι-όπτης, ου, n ὄψομαι, fut. of ὁράω
I. a looker through, ὦ Ζεῦ διόπτα! says Dicaeopolis, holding up a ragged garment to the light, Ar.
II. = διοπτήρ., Eur.