γυναικόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a les traits <i>ou</i> l'extérieur d'une femme.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]], [[μορφή]].
|btext=ος, ον :<br />qui a les traits <i>ou</i> l'extérieur d'une femme.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]], [[μορφή]].
}}
{{elnl
|elnltext=γυναικόμορφος -ον [γυνή, μορφή] met het uiterlijk van een vrouw.
}}
{{elru
|elrutext='''γῠναικόμορφος:''' [[женоподобный]], [[в образе женщины]] Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γῠναικόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει τη [[μορφή]] της γυναίκας, σε Ευρ.
|lsmtext='''γῠναικόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει τη [[μορφή]] της γυναίκας, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=γυναικόμορφος -ον [γυνή, μορφή] met het uiterlijk van een vrouw.
}}
{{elru
|elrutext='''γῠναικόμορφος:''' [[женоподобный]], [[в образе женщины]] Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 23:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικόμορφος Medium diacritics: γυναικόμορφος Low diacritics: γυναικόμορφος Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: gynaikómorphos Transliteration B: gynaikomorphos Transliteration C: gynaikomorfos Beta Code: gunaiko/morfos

English (LSJ)

ον, in woman's shape, ib.855, Ph.2.280.

Spanish (DGE)

(γῠναικόμορφος) -ον
que adopta forma de mujer νιν ... γυναικόμορφον ἀγόμενον δι' ἄστεως de Penteo humillado por Dioniso, E.Ba.855, cf. Sch.Ar.Nu.289, γ. ἰδέα Ph.2.280.

German (Pape)

[Seite 510] von weibischer Gestalt, Eur. Bacch. 855; Philo.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les traits ou l'extérieur d'une femme.
Étymologie: γυνή, μορφή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικόμορφος -ον [γυνή, μορφή] met het uiterlijk van een vrouw.

Russian (Dvoretsky)

γῠναικόμορφος: женоподобный, в образе женщины Eur.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικόμορφος: -ον, ἐν γυναικείᾳ μορφῇ, Εὐρ. Βάκχ. 855.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM γυναικόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή γυναίκας, αυτός που μοιάζει με γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -μορφος < μορφή (πρβλ. θηλύμορφος, ιππόμορφος)].

Greek Monotonic

γῠναικόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει τη μορφή της γυναίκας, σε Ευρ.

Middle Liddell

μορφή
in woman's shape, Eur.

English (Woodhouse)

woman shaped, woman-shaped

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)